Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ, ΥΠΗΡΞΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ;

Μέσα από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας συχνά αναδύονται, θα λέγε κανείς, παρουσίες αινιγματικές, όπως για παράδειγμα εκείνη του Μινώταυρου, οι οποίες δεν συνάδουν μι την αισθητική των αρχαίων Ελλήνων και ξινίζουν κάθε μελετητή, προκαλώντας παράλληλα πολλά ερωτήματα για την υπόσταση και την καταγωγή τους. Μια από τις αινιγματικές παρουσίες του αρχαίου ελληνικού μύθου είναι εκείνη των Κενταύρων, των ανθρώπωναλόγων, που φέρονται να κατοικούσαν κυρίως στο Πήλιο της Μαγνησίας. Μισοί άνθρωποιμισοί άλογα, δεν εξοβελίσθηκαν σε σκοτεινά υπόγεια, όπως ο άνθρωποςταύρος της Κρήτης, αλλά συχνά απέκτησαν ιδιάζουσα θέση ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες ημίθεους και ήρωες, αναλαμβάνοντας ακόμα και αυτό τον ρόλο του παιδαγωγού τους, όπως ο Κένταυρος Χείρων.
Αριστερά: Ο Κένταυρος Χείρων (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 24)
Δεξιά: Λαπίθης & Κένταυρος (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 24)
H αρχαία ελληνική μυθολογία διακρίνεται για την ιδιαίτερη τάση της προς τον ανθρωπομορφισμό, καθώς και για την υπερανεπτυγμένη αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας, η οποία την διακρίνει, όπως εξάλλου και ολόκληρη την ελληνική σκέψη και αισθητική. Ωστόσο, ανάμεσα στις ανθρωπόμορφες εικόνες των ολύμπιων θεών, των ημίθεων και των ηρώων, των οποίων η εμφάνιση αγγίζει την τελειότητα, αναφαίνονται και κάποιες αλλόκοτες μορφές, που αποτελούνται από συνθέσεις μελών του ανθρώπινου, κατά βάση, σώματος και άλλων εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι Κένταυροι, σε κάποιους από τους οποίους μάλιστα, όπως ο Χειρών, η ελληνική μυθολογία επιφύλαξε εξέχοντα ρόλο. Τι ήταν, άραγε, αυτά τα περίεργα πλάσματα, τα μισά άνθρωποιμισά άλογα, που έγιναν δεκτά με τόση φυσικότητα από τον λάτρη του κάλλους και της αρμονίας αρχαίο Έλληνα; Ήταν απλώς δημιουργήματα της φαντασίας ή είχαν και κάποια ιστορική παρουσία σε μια δεδομένη στιγμή; Από πού προέρχονταν και ποια ήταν η αληθινή τους φύση; Μήπως επρόκειτο για αμιγώς συμβολικές μορφές, και αν ναι, τότε τι συμβόλιζαν; Οι απόψεις για τους Κενταύρους, για το αν υπήρξαν πράγματι κάποια στιγμή στο ιστορικό προσκήνιο, καθώς και για την πραγματική φύση και καταγωγή τους ποικίλλουν. Αφού εξετάσουμε αναλυτικά τις μαρτυρίες που μας παρέχει η μυθολογία για την παρουσία τους, θα δούμε στη συνέχεια πώς τέτοια περίεργα πλάσματα κατάφεραν να εισδύσουν στην ελληνική μυθολογία.

ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ

Αριστερά: Ο Κένταυρος Χείρων διδάσκει στον Αχιλλέα τοξοβολία (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 26)
Μέσο: Ο Κένταυρος Χείρων με τον Ασκληπιό σε μαρμάρινο ανάγλυφο (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 26)
Δεξιά: Ο Πηλέας φέρνει τον μικρό Αχιλλέα στον Κένταυρο Χείρωνα. Παράσταση από μελανόμορφο αγγείο. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 26)

Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Κένταυροι ήταν μια φυλή «τερατωδών» υπάρξεων, οι οποίες είχαν ανθρώπινο κεφάλι, κορμό και χέρια, ενώ από τη μέση και κάτω είχαν αλογίσιο σώμα. Κατοικούσαν κυρίως στα δάση του ό ρους Πηλίου της Μαγνησίας, στην αρχαία Θεσσαλία, όπου ζούσαν σε σχεδόν άγρια κατάσταση. Φημολογείται ότι κατάγονταν από τον Ιξίονα, γιο του Φλεγύα, βασιλιά των Λαπίθων. Ο μύθος λέει πως εκείνος δίνοντας δείγματα του κακού χαρακτήρα του είχε δολοφονήσει με δόλο τους γονείς της συζύγου του. Κατόπιν προσέφυγε στον Δία, ο οποίος και δέχθηκε να τον εξαγνίσει από το μίασμα των φόνων που τον βάρυνε. Ο βασιλιάς των θεών, μάλιστα, τον συμπάθησε τόσο, ώστε τον κάλεσε σε θεϊκό γεύμα στον Όλυμπο, όπου ο Ιξίων μέθυσε και, παραγνωρίζοντας τη θεϊκή τιμή που του αποτιόταν, θέλησε να αποπλανήσει την Ήρα και να συνευρεθεί μαζί της. Υπέθετε ότι και αυτή θα συναινούσε στις ορέξεις του και ότι θα εκμεταλλευόταν δεόντως την ευκαιρία προκειμένου να εκδικηθεί τον Δία για τις συχνές απιστίες του. Ο Ζευς, όμως, μαντεύοντας τις προθέσεις του Ιξίονα, έδωσε σε ένα σύννεφο τη μορφή της συζύγου του και ο Ιξίων, υπερβολικά μεθυσμένος, δεν κατάλαβε την απάτη με αποτέλεσμα να συνευρεθεί με το σύννεφο Ήρα. Ο Δίας τον συνέλαβε επ’ αυτοφώρω και τότε πρόσταξε τον Ερμή να τον μαστιγώσει ανηλεώς έως ότου εκείνος επαναλάβει τη φράση: «Πρέπει να τιμάμε τους ευεργέτες μας». Κατόπιν τον έδεσε σε έναν πύρινο τροχό που περιστρεφόταν αέναα στον ουρανό. Η ψεύτικη Ήρα μετά τη συνεύρεση της με τον Ιξίονα ονομάσθηκε Νεφέλη (σύννεφο) και γέννησε το απόβλητο παιδί αυτής της επαφής, που ήταν ένα δίμορφο ον, το οποίο έλαβε το όνομα Κένταυρος. Εκείνος μεγαλώνοντας συνευρέθηκε με τη σειρά του με τις φοράδες της Μαγνησίας, με αποτέλεσμα να γεννηθούν οι αλογοκένταυροι, με το τετράποδο, αλογίσιο σώμα από τη μέση και κάτω και ανθρώπινο από τη μέση και πάνω.
Γνωστοί οι Κένταυροι έγιναν κυρίως από τη διαμάχη τους με τους γειτονικούς τους Λαπίθες, με τους οποίους τους χώριζε μια βαθιά έχθρα, μολονότι μυθολογικά είχαν την ίδια καταγωγή, από τον προγονό τους Λαπίθη βασιλιά Ιξίονα. Όταν ένας άλλος βασιλιάς των Λαπίθων, ο Πείριθος, τους κάλεσε στον γάμο του με την Ιπποδάμεια, εκείνοι δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον εαυτό τους και, αφού πρώτα μέθυσαν από το πολύ κρασί, που για πρώτη φορά γεύονταν, ακολούθησαν το παράδειγμα του προγόνου τους Ιξίονα και, προσβάλλοντας τον υψηλό τους οικοδεσπότη, προσπάθησαν να ασελγήσουν στη νύφη του, καθώς και στα νεαρά αγόρια που παρευρίσκονταν στον γάμο. Περιγράφοντας αυτή τη συμπεριφορά τους ο μύθος αφ’ ενός καταδεικνύει πως ήταν γνήσιοι απόγονοι του Ιξίονα, αφού μιμούντο επακριβώς τις πράξεις του και αφ’ ετέρου αφήνει εντέχνως να διαφανεί η ημιάγρια κατάσταση στην οποία ζούσαν οι Κένταυροι. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ακολούθησε μάχη μεταξύ Κενταύρων και Λαπίθων, η οποία διήρκεσε μέχρι τη νύκτα και στο τέλος της οποίας οι Κένταυροι νικήθηκαν κατά κράτος. Βοηθός των Λαπίθων σε αυτό τον πόλεμο στάθηκε ο Αθηναίος βασιλιάς Θησέας, ο οποίος μετά την νικηφόρο για τον ίδιο και τους συμμάχους του έκβαση της μάχης οδήγησε τους Κενταύρους στη χώρα των Αιθίκων, μια περιοχή κοντά στο όρος Πίνδος, αναγκάζοντας τους να εγκαταλείψουν το Πήλιο. Εκείνοι όμως ανασυγκρότησαν γρήγορα τις δυνάμεις τους και εισέβαλαν στην περιοχή των Λαπίθων, τους νίκησαν και τους κατέσφαξαν, αναγκάζοντας όσους επέζησαν να εγκατασταθούν στη Φολόη της Ήλιδας, κοντά στον Μαλέα.


Το μαρτύριο του Ιξίονα από τον οποίο κατάγονται οι Κένταυροι (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 27)

Το περιστατικό αυτό της κτηνώδους ασέλγειας που προαναφέραμε δεν είναι το μόνο, αφού οι Κένταυροι στις σελίδες της ελληνικής μυθολογίας φέρονται ως αναμεμιγμένοι σε ένα πλήθος αποπειρών βιασμού, όπως εκείνοι της Αταλάντης ή της Δηιάνειρας από τον Κένταυρο Νέσσο. Ο συγκεκριμένος Κένταυρος, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο γιος του Ιξίονα. Πολέμησε εναντίον του Ηρακλή στη Φολόη, αλλά γλύτωσε τον θάνατο. Κάποια ημέρα συναντώντας ξανά τον ήρωα με τη σύζυγο του Δηιάνειρα αποπειράθηκε να την δώσει, κατά τη συνήθεια των Κενταύρων. Ακολούθησε αγώνας μεταξύ του Νέσσου και του ημίθεου, κατά τον οποίο ο Κένταυρος πληγώθηκε θανάσιμα. Πεθαίνοντας άφησε ένα φίλτρο στη Δηιάνειρα, λέγοντας της πως, εάν εμπότιζε με αυτό τα ρούχα του Ηρακλή, εκείνος θα την αγαπούσε παράφορα. Πιστεύοντας στα επιθανάτια λόγια του, η Δηιάνειρα έκανε ό,τι της είχε προτείνει εκείνος με αποτέλεσμα να θανατώσει τον Ηρακλή, αφού το φίλτρο στην πραγματικότητα ήταν δηλητήριο. Μετανοημένη για ό,τι είχε συμβεί, αυτοκτόνησε και η ίδια. Η απόπειρα βιασμού του Κενταύρου Νέσσου κατά της Δηιάνειρας θυμίζει τις ακόλαστες σκηνές στους γάμους του Πειρίθου, τις οποίες προαναφέραμε και στις οποίες επενέβη ο Θησέας (ο Αθηναίος Ηρακλής), για να σώσει την Ιπποδάμεια από την επίθεση του Κενταύρου Ευρυτίωνα.


Αριστερά: Μωσαϊκό Ρωμαϊκής εποχής, που απεικονίζει δύο θηλυκούς Κενταύρους να στέφουν την Αφροδίτη (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 28)
Δεξιά: Ο Κένταυρος Νέσσος επιτίθεται στην Δηιάνειρα. (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 28)

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μυθολογία, οι Κένταυροι σχετίζονται άμεσα με τον θάνατο του ήρωα, όπως μόλις είδαμε, αλλά αναφέρονται και σε αρκετά περιστατικά που έχουν σχέση με τον Ηρακλή και τους άθλους του. Ο ημίθεος βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτούς και τους κατατρόπωσε. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση με τον Κένταυρο Φόλο, ο οποίος διαβιούσε στη Φολόη της Πελοποννήσου και ήταν γιος ενός Σειληνού και μιας νύμφης που κατοικούσε σε δένδρο φλαμουριάς. Όταν ο ήρωας πήγαινε να σκοτώσει τον Ερυμάνθιο κάπρο, ο Φόλος τον φιλοξένησε στη σπηλιά του και του παρέθεσε γεύμα με ψητό κρέας, ενώ ο ίδιος προτίμησε το ωμό. Ο Φόλος με την προτροπή του ήοωα τόλμησε να ανοίξει και να γευθεί το πιθάρι με το κρασί που φύλαγε στη σπηλιά του και το οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, αποτελούσε κοινή περιουσία όλων των Κενταύρων, την οποία είχαν κληρονομήσει από τον Διόνυσο τέσσερις γενεές νωρίτερα. Τότε όμως οι άλλοι Κένταυροι, που οσμίσθηκαν το κρασί, επέδραμαν με τεράστιους βράχους, με κορμούς ελάτων, με δαυλούς και με τσεκούρια εναντίον της σπηλιάς του Φόλου. Ο Ηρακλής, υπερασπιζόμενος τον Κένταυρο που τον φιλοξενούσε, πολέμησε τους επιδρομείς και τους αντιμετώπισε με έναν καταιγισμό από αναμμένα κάρβουνα, τα οποία εκτόξευσε εναντίον τους. Στην πρώτη μάχη σκοτώθηκαν οι Κένταυροι Άγχιος και Άγριος και τότε η μυθική γιαγιά τους, η Νεφέλη, για να γλυτώσει τους υπόλοιπους, έριξε μια δυνατή βροχή. Αποτέλεσμα ήταν να χαλαρώσει η χορδή στο τόξο του Ηρακλή και να μην έχει ευστοχία και το έδαφος να γλιστρά τόσο, ώστε ο ήρωας να μην έχει ευστάθεια. Ο Ηρακλής, όμως, παρόλα αυτά κατάφερε να σκοτώσει και άλλους Κενταύρους, μεταξύ των οποίων τον Ορείο και τον Υλαίο. Τότε οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στον Μαλέα, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς τους, ο περίφημος Χειρών, διωγμένος από τους Λαπίθες. Σε αυτή τη μάχη πληγώθηκε κατά λάθος από ένα βέλος του ημίθεου Ηρακλή και ο ίδιος ο σοφός Κένταυρος Χειρών, για τον οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια.
Μετά από αυτή τους την ήττα οι Κένταυροι διασκορπίσθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Κάποιοι υπό την αρχηγία του Ευρυτρίωνα μετέβη σαν στη Φολόη, άλλοι με τον Νέσσο στον ποταμό Εύηνο, κάποιοι άλλοι έμειναν στα όρη του Μαλέα, ενώ ορισμένοι ταξίδευσαν στη Σικελία, όπου τους εξολόθρευσαν οι Σειρήνες. Η παρουσία των Κενταύρων στον Μαλέα στηρίζεται στην τοπική παράδοση που προαναφέραμε και σύμφωνα με την οποία εκεί γεννήθηκε ο Σειληνός, πατέρας του Κενταύρου Φόλου. Κάποιοι άλλοι κατέφυγαν στην Ελευσίνα, όπου ο Ποσειδώνας τους έκρυψε μέσα σε έναν μεγάλο βράχο. Η παρουσία τους στην Ελευσίνα, όπου ο Ποσειδώνας τους έδωσε καταφύγιο κρύβοντας τους ουσιαστικά στο βουνό, υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι χορευτές με ξύλινα άλογα λάμβαναν μέρος στην εορτή του ιερού γάμου στα Ελευσίνια μυστήρια αναπαριστώντας με τελετουργικό τρόπο αυτό ακριβώς το μυθολογικό γεγονός.


Αριστερά: Απαγωγή της Δηιάνειρας (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 29)
Μέσο: Κενταυρομαχία (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 29)
Δεξιά: Ο Ηρακλής φονεύει τον Κένταυρο Νέσσο (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 29)

Η διαμάχη μεταξύ Ηρακλή και Κενταύρων συνεχίσθηκε και ο ήρωας σκότωσε μερικούς ακόμα, όπως τον Ομαδό από την Αρκαδία, που ήθελε να βιάσει την Αλκυόνη, αδελφή του Ευρυσθέα. Ο Κένταυρος Φόλος δεν είχε καλύτερη τύχη, αφού ασχολούμενος με την ταφή των συγγενών του άρχισε να περιεργάζεται ένα από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή, με αποτέλεσμα να τρυπηθεί κατά λάθος και να πεθάνει επιτόπου. Μόνο τότε ο Ηρακλή διέκοψε την καταδίωξη των Κενταύρων και επέστρεψε στη Φολόη για να θάψει τον Κένταυρο με μεγάλες τιμές.


ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΧΕΙΡΩΝ


Ο φόνος του Κενταύρου Νέσσου (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 30)

Ο Κένταυρος Χείρων ήταν ο πιο σοφός μεταξύ των Κενταύρων και γνώριζε την τέχνη των ιαματικών βοτάνων, ενώ επιδιδόταν και στο κυνήγι και τη μουσική. Είχε θεϊκή καταγωγή, αφού, κατά μια μυθολογική εκδοχή, ήταν νόθος γιος του Κρόνου, ο οποίος συνευρέθηκε με την κόρη του Ωκεανού Φιλύρα. Ο Κρόνος συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από τη σύζυγο του Ρέα και τότε, για να διαφύγει, μεταμορφώθηκε σε επιβήτορα ίππο και έφυγε καλπάζοντας, αφήνοντας τη Φιλύρα να γεννήσει το μισό άνθρωπο μισό άλογο παιδί της, που δεν ήταν άλλο από τον Κένταυρο Χείρωνα. Η Φιλύρα η οποία αισθανόταν απέχθεια για το τέρας που έπρεπε να θηλάζει, παρακάλεσε τους θεούς να την μεταμορφώσουν σε οτιδήποτε άλλο προκειμένου να γλυτώσει και έτσι έγινε φλαμουριά.
Μεγαλώνοντας ο Κένταυρος Χείρων απέκτησε μεγάλη φήμη ως ιατρός, επιστήμων και μάντης, αφού με τα άνθη της φιλύρας (κοινώς φλαμουριάς) θεράπευε ασθενείς, ενώ κόβοντας σε μικρές λωρίδες τον εσωτερικό της φλοιό τον χρησιμοποιούσε για να μαντεύει. Φημολογείτο ακόμη ότι δάσκαλος του Χείρωνα ήταν ο ίδιος ο Απόλλων. Η φήμη του Κενταύρου Χείρωνα ως ιατρού και μάντη εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, ενώ το όνομα του εμφανίζεται σε πολύ πρώιμες θηραϊκές επιγραφές στους βράχους του νησιού. Σοφός και αγαθός εκ φύσεως, ήταν ανεκτίμητος φίλος των ανθρώπων, αφού σε αυτόν προσέτρεχαν προκειμένου να θεραπευθούν. Σε ένα αρχαίο αγγείο παριστάνεται φορώντας έναν μανδύα σκεπασμένο με άστρα, κρατώντας ένα ξεριζωμένο δένδρο, έχοντας τα θηράματα του κυνηγιού του στο πλάι του και συνοδευόμενος από τον σκύλο του.
Ο Χείρων ήταν εκείνος που βοήθησε και υπερασπίσθηκε τον Πηλέα και που ανέθρεψε και μόρφωσε ένα πλήθος θεϊκών και ηρωικών προσώπων, όπως τον Αχιλλέα, τον Ιάσονα, τον Ασκληπιό, τον Ηρακλή και τον Αινεία. Ο Απόλλων ο ίδιος μετέφερε το βρέφος Ασκληπιό μετά τη θανάτωση της μητέρας του Κορωνίδας στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον ανέθρεψε και του μετέδωσε τις θεραπευτικές του γνώσεις και την τέχνη του κυνηγιού. Ο Ασκληπιός, μάλιστα, απέκτησε τέτοια ικανότητα στο να θεραπεύει ασθενείς, ώστε θεωρείται ο πατέρας της Ιατρικής. Σύμφωνα πάντοτε με τον μύθο, ο Δίας του χάρισε την αθανασία. Τη μορφή του Ασκληπιού που κρατά το θεραπευτικό φίδι ο Ζευς την τοποθέτησε ανάμεσα στα άστρα, όπως και του δασκάλου του Κενταύρου Χείρωνα. Ωστόσο, παρά τη σοφία που τον διέκρινε και την οικειότητα του με τους ανθρώπους, στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων ο Κένταυρος Χείρων παρέμεινε ένας άγριος κυνηγός και μια σκοτεινή θεϊκή μορφή.
Οι Κένταυροι της Μαγνησίας και οι Θεσσαλοί της Ιωλκού φαίνεται ότι ήταν δεμένοι με εξωγαμική συμμαχία: από εδώ δικαιολογείται και η άποψη ότι η σύζυγος του Πηλέα ίσως να μην ήταν η θεά Θέτις, αλλά η κόρη του Κενταύρου Χείρωνα. Όταν η Θέτις εγκατέλειψε τον Πηλέα, εκείνος ανέθεσε την ανατροφή του γιου τους Αχιλλέα στον Κένταυρο Χείρωνα, στο Πήλιο. Ο Χείρων, σύμφωνα με τον μύθο, έτρεφε τον Αχιλλέα με εντόσθια λιονταριών και αγριόκαπρων και με μεδούλι άρκτων, για να γίνει γενναίος, ή, σύμφωνα με άλλους, με μέλι από κερήθρα και μεδούλι ελαφιού, για να τρέχει γρήγορα. Εκείνος τον εισήγαγε στην τέχνη της ιππασίας, του κυνηγιού, του αυλού και της ιατρικής. Ο νεαρός ήρωας ήταν, μάλιστα, τόσο επιδεκτικός σε όσα του δίδασκε ο Κένταυρος, ώστε σε ηλικία έξι ετών έσυρε τον πρώτο του αγριόχοιρο στη σπηλιά του Χείρωνα.
Ο Χείρων, λόγω της θεϊκής καταγωγής του, ήταν αθάνατος, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, ο Ηρακλής στη μάχη του εναντίον των Κενταύρων, προκειμένου να υπερασπισθεί τον φίλο του Φόλο, πλήγωσε κατά λάθος με δηλητηριασμένο βέλος στο πόδι τον γέρο σοφό. Ο ημίθεος λυπήθηκε πάρα πολύ για τον τραυματισμό του γέροντα φίλου του και προσπάθησε να τον θεραπεύσει ο ίδιος με φάρμακα τα οποία του υποδείκνυε ο Χείρων. Τα φάρμακα, όμως, δεν τον ωφέλησαν καθόλου και, βασανιζόμενος από τους φρικτούς πόνους που του προκαλούσε το τραύμα, αλλά και κουρασμένος από την ατελείωτη ζωή του, ο περιφημότερος των Κενταύρων ζήτησε από τον Δία να τον απαλλάξει από την αθανασία. Κάτι τέτοιο όμως ήταν πολύ δύσκολο και μόνο μετά από την παρέμβαση του Προμηθέα, ο οποίος δέχθηκε να ανταλλάξει τη θνητότητα του με την αθανασία του Χείρωνα, ο Ζευς ενέκρινε τον θάνατο του Κενταύρου.


ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ


Αριστερά: Ο Ηρακλής σκοτώνει τον Νέσσο. Παράσταση από λατινικό κείμενο (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 31)
Μέσο: Μάχη με Κένταυρο (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 31)
Δεξιά: Παράσταση αρχαίου νομίσματος με Κενταύρους (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 31)

Με βάση τη μυθολογία, λοιπόν, οι Κένταυροι συνάγεται ότι δεν ήταν πολύ φιλικοί με τους ανθρώπους και όλα αυτά τα περιστατικά μέθης και ασελγειών, στα οποία επιδίδονταν, τους είχαν αποδώσει κακή φήμη μεταξύ των γειτόνων τους, αλλά και των άλλων Ελλήνων. Ωστόσο, ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Κένταυρος Χείρων, διακρίνονταν για τη σοφία τους, ενώ και κάποιοι άλλοι έγιναν διάσημοι για την αφοσίωση τους στους ανθρώπους, όπως ο Φόλος. Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει να μελετηθεί τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτές τις ιστορίες, αφού πάντοτε ο μύθος υπήρξε ένας τρόπος να ειπωθούν στους ανθρώπους διάφορα πραγματικά φαινόμενα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν διαφορετικά. Σε μια δεύτερη ανάγνωση του μύθου τους γίνεται φανερό ότι οι περίφημοι Κένταυροι ήταν ένα ίσως λιγότερο πολιτισμένο πρωτοελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην αρχαία Θεσσαλία. Είναι πιθανόν όμως ορισμένοι από αυτούς, μέλη κάποιου ιδιαίτερου ιερατείου της σεληνιακής λατρείας, να ήταν φορείς μιας εμπειρικής γνώσης, την οποία μετέδωσαν στους νέους κατοίκους. Ίσως σ’ αυτό το γεγονός να βρίσκεται και η βάση του μύθου του Κενταύρου Χείρωνα και η ιδιαίτερη, σε σχέση με τους άλλους Κενταύρους, μεταχείριση του από τη μυθολογία.
Οι Κένταυροι ως πρωτοελληνικό φύλο προέρχονται από την πελασγική λατρεία, ήταν οπαδοί δηλαδή μιας πρωτοελληνικής πίστης που λάτρευε τους Τιτάνες, τους οποίους, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δίας κατατρόπωσε και έριξε στα Τάρταρα. Οι Πελασγοί, μεταξύ των υπολειμμάτων των οποίων συγκαταλέγονταν και οι Κένταυροι της Μαγνησίας, παρά την επικράτηση των Αχαιών και κατόπιν των Δωριέων και την επιβολή του ολύμπιου Δωδεκάθεου, δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη λατρεία των Τιτάνων και εξακολουθούσαν να πιστεύουν στον «παράδεισο των δυτικών εσχατιών» και στη στήριξη του στερεώματος από τον Άτλαντα. Όπως προαναφέρθηκε, τόσο οι Λαπίθες όσο και οι Κένταυροι διατείνονταν ότι κατάγονταν από τον Ιξίονα, έναν προολύμπιο δρυοήρωα και είχαν κοινή τη λατρεία του αλόγου.
Η λέξη «Κένταυρος», κατά την κλασική ετυμολογία, σημαίνει αυτόν που κεντρίζει τους ταύρους, ενώ ο χαρακτηρισμός «Λαπίθης» προέρχεται από το «λαπίζειν» και σημαίνει αυτόν που περπατά καμαρωτός. Κατά μια άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή, αλλά δια δεδομένη στη Δύση, οι όροι αυτοί μπορεί να προέρχονται από τις λατινικές λέξεις centuria, που σημαίνει λόχος 100 στρατιωτών και lapicidae, που σημαίνει λατόμοι. Αυτό όμως φαίνεται απίθανο, αφού στη μυθολογία και οι δύο φυλές προϋπάρχουν χρονολογικά της εμφάνισης των Λατίνων.
Επρόκειτο μάλλον για δύο πρωτόγονες και ορεσίβιες συγγενικές φυλές της βόρειας Ελλάδας, των οποίων την παλαιά εχθρότητα εκμεταλεύθηκαν οι Αχαιοί και οι Δωριείς. Αφού συμμάχησαν πρώτα με τους μεν και μετά με τους δε, κατάφεραν τελικά να τους νικήσουν ολοσχερώς και να τους απομακρύνουν από τον τόπο τους. Αυτό ακριβώς υποδηλώνει και ο μύθος που προαναφέραμε και ο οποίος περιγράφει ότι οι Λαπίθες με τη βοήθεια του Αθηναίου ήρωα Θησέα κατανίκησαν τους Κενταύρους και τους εκτόπισαν στα όρη της Πίνδου. Είναι πάντως απίθανο η μάχη μεταξύ Λαπίθων και Κενταύρων που αναπαριστά το στο αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία (Παυσανίας Ε 10, 2), στο ιερό του Θησέα στην Αθήνα (Παυσανίας Α 17, 2) και πάνω στην αιγίδα της Αθηνάς (Παυσανίας Α 28,2) να αναφέρεται απλώς σε συμπλοκή μεταξύ παραμεθόριων φυλών.
Συνδεδεμένη με τη βασιλική γαμήλια εορτή που προστατευόταν από τους θεούς και στην οποία παρευρέθηκε και ο Θησέας, η μάχη θα περιγραφόταν ως τελετουργικό γεγονός με το οποίο θα είχαν στενή σχέση όλοι οι Έλληνες. Πιθανώς να επρόκειτο για μια τελετουργία που είχε δημιουργηθεί με βάση και πυρήνα τον μύθο των Κενταύρων και της κατανίκησης τους από τα νέα ελληνικά φύλα. Ωστόσο, η μάχη του Ηρακλή με τους Κενταύρους, όπως και η παρόμοια μάχη του Θησέα στους γάμους του Πειρίθου, που προαναφέραμε, ίσως να εντασσόταν σε ένα ευρύτερο τελετουργικό της σεληνιακής λατρείας και αρχικά να απεικόνιζε την τελετουργική μάχη μεταξύ του μόλις ενθρονισμένου βασιλιά και των ζωόμορφων αντιπάλων του. Τα παραδοσιακά όπλα του ιερού βασιλιά ήταν τα βέλη. Ως απαρχή της κυριαρχίας του εκτόξευε από ένα βέλος προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ένα πέμπτο προς τον ουρανό.


Αριστερά: Φανταστική παράσταση Κενταύρου (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 34)
Μέσο: Κένταυρος και Θηρία (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 34)
Δεξιά: Ο Καινεύς και οι Κένταυροι (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 34)

Δεν είναι απίθανο όμως να επιζεί σε αυτό τον μύθο και μια ανάμνηση των συνοριακών πολέμων των Αχαιών και των Δωριέων με τους Πρωτοέλληνες ορεινούς κατοίκους της βόρειας Ελλάδας. Όσο αφορά τα δηλητηριασμένα βέλη με τα οποία βρήκαν τον θάνατο αρκετοί Κένταυροι, αυτά αποτελούν συνηθισμένο μοτίβο της μυθολογίας. Με δηλητηριασμένα βέλη που διάτρησαν το πόδι ή το γόνατο τους πέθαναν όχι μόνο ο Κένταυρος Φόλος ή ο Κένταυρος Χείρων, αλλά και ο Αχιλλέας, ο μαθητής του Χείρωνα. Και οι τρεις ήταν ιεροί βασιλιάδες της Μαγνησίας.
Με άλλα λόγια οι Κένταυροι πρέπει να ήταν ένα πρωτοελληνικό φύλο, το οποίο επιβίωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και μετά την κάθοδο των Δωριέων. Η μαρτυρία του μύθου ότι ο Φόλος προτιμούσε το ωμό κρέας, ενώ όλοι οι Κένταυροι ήταν ασυνήθιστοι στην οινοποσία, δηλώνει σαφώς πως επρόκειτο τουλάχιστον για ένα λιγότερο πολιτισμένο φύλο από ό,τι τα νέα ελληνικά φύλα των Αχαιών και των Δωριέων. Το γεγονός ότι διαβιούσαν στα βουνά του Πηλίου και, μετά την ήττα τους από τους Λαπίθες, αναγκάσθηκαν να κατοικήσουν στα ορεινά μέρη της Πίνδου συνάδει απολύτως με την παραπάνω υπόθεση. Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι της αρχαίας Θεσσαλίας φαίνεται πως επιδίδονταν σε ερωτικά όργια και έτσι απέκτησαν τη φήμη ότι είχαν ελεύθερες πολυγαμικές σχέσεις ανάμεσα στους μονογαμικούς Έλληνες. Από αυτό το γεγονός πιθανώς να δημιουργήθηκε και ο μύθος ότι προσπαθούσαν να βιάσουν συχνά νεόνυμφες κατά τη διάρκεια της γαμήλιας εορτής. Αντιδρώντας η ελληνική νοοτροπία σε τέτοιους είδους συνήθειες, παρουσιάζει μέσω του μύθου τον Ηρακλή με τη λεοντή του να πολεμά και να τιμωρεί τους Κενταύρους σε μια παρόμοια εορταστική περίσταση.
Μέλη αυτής της νεολιθικής φυλής επέζησαν στα βουνά της Αρκαδίας και της Πίνδου μέχρι και τους κλασικούς χρόνους. Από εκεί προέρχεται και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο δια σκορπίσθηκαν μετά την ήττα τους από τον ημίθεο Ηρακλή σε διάφορα ορεινά μέρη της Ελλάδας. Αργότερα ο Όμηρος τους αποκαλεί «τριχωτά θηρία», ενώ δεν διαφοροποιούνται από τους σατύρους στις πρώιμες ελληνικές αγγειογραφίες. Από όλα αυτά εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι Κένταυροι υπήρξαν αρχέγονοι άνθρωποι τους οποίους απεικόνιζαν, λόγω της βαρβαρότητας τους, στα πρώιμα έργα τέχνης ως αιγανθρώπους, όπως και τους σατύρους.
Οι νέοι πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο, οι Αχαιοί πρώτα και οι Δωριείς αργότερα, έφεραν μαζί τους και τη λατρεία του Δωδεκάθεου, την οποία και επέβαλαν ως κυρίαρχοι πλέον πληθυσμοί. Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα αυτής της τακτικής αποτελούν οι νησιώτες Αιολείς, οι οποίοι περί το τέλος της β΄ χιλιετίας π.Χ. έγιναν υποτελείς των Αχαιών και αναγκάσθηκαν να δεχθούν τη θρησκεία του Ολύμπου. Κατά συνέπεια ο τίτλος «Ζευς», που μέχρι τότε δινόταν στους μικρούς βασιλείς, έκτοτε αποδόθηκε μόνο στον πατέρα των Θεών.


Αριστερά: Ηρακλής. Δηιάνειρα και Κένταυροι. Παράσταση σε μελανόμορφο αγγείο (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 35)
Δεξιά: Έφιππος και Κένταυρος (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 35)

Την περίοδο εκείνη φαίνεται ότι είχε ξεσπάσει ένας θρησκευτικός πόλεμος μεταξύ του απολλώνιου και του σεληνιακού ιερατείου, όπως εκείνος μεταξύ του Απόλλωνα και του Διονύσου κατά τους επόμενους αιώνες. Σε αυτή τη θρησκευτική διαμάχη εμπλέκονται έντεχνα από τους Αχαιούς και κατόπιν από τους Δωριείς τα παλαιότερα φύλα των Κενταύρων και των Λαπίθων, που ήταν λάτρεις της Σελήνης. Κάποια περίοδο οι Έλληνες ιερείς του Απόλλωνα δέχθηκαν τη βοήθεια των Μαγνησίων συμμάχων τους, των Κενταύρων, που ήταν ιστορικοί εχθροί των Λαπίθων, για να καταλάβουν κάποιο θεσσαλικό κορακομαντείο με τον ήρωα του και όλα τα υπόλοιπα, διώχνοντας τον σύλλογο των ιερειών της Σελήνης και καταργώντας τη λατρεία της θεάς. Ο Απόλλων διατήρησε το κοράκι ή την κουρούνα ως έμβλημα της μαντικής, αλλά οι ιερείς του θεώρησαν ότι για τη διάγνωση των παθήσεων των ασθενών τους η ερμηνεία των ονείρων ήταν απλούστερο και αποτελεσματικότερο μέσο από ό,τι οι αινιγματικοί κρωγμοί των πουλιών. Παρενθετικά σημειώνεται ότι σήμερα η ψυχολογία έχει επιδείξει ιδιαίτερο εν διαφέρον για τη θεραπευτική αξία της ερμηνείας των ονείρων.
Οι Κένταυροι, όμως, παρά την κατά καιρούς συμμαχία τους με τα νέα ελληνικά φύλα εναντίον κυρίως των παραδοσιακών εχθρών τους Λαπίθων, διατήρησαν τη σεληνιακή λατρεία τους και δεν αφομοιώθηκαν θρησκευτικά, με αποτέλεσμα να εξοβελισθούν ως παρίες. Οι Αχαιοί και οι Δωριείς λάτρεις του Απόλλωνα δεν ανέχθηκαν αυτές τις σκοτεινές μορφές λατρείας και εξεδίωξαν τους οπαδούς τους Κενταύρους στις παρυφές του Πηλίου, ενώ αργότερα τους ανάγκασαν να μετεγκατασταθούν ακόμα ορεινότερα, στην Πίνδο.
Η Σελήνη, θεά της δρυολατρίας, ήταν γνωστή και ως Δία (που σημαίνει «ουράνια») και, όπως ήδη είπαμε, είχε ως ιερά ζώα τα άλογα. Σε αυτό το γεγονός ενυπάρχει μια σημαντική παράμετρος, που πιθανώς δίνει μια εξήγηση για την περίεργη μορφή των Κενταύρων. Τα άλογα ήταν αφιερωμένα στη Σελήνη και η γέννηση του θρύλου ότι οι Κένταυροι ήταν μισοί άλογα και μισοί άνθρωποι οφείλεται προφανώς σε τελετουργικούς χορούς με ψεύτικα άλογα, οι οποίοι αποσκοπούσαν στην πρόκληση βροχής και όχι σε περίεργες μορφές ζωντανών υπάρξεων. Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, να μην πρόκειται για «αλογοανθρώπους», αποτελέσματα κάποιας τερατογέννεσης που είχαν τη σπάνια τύχη να επιβιώσουν (αντίθετα στη φύση, που δεν ανέχεται εύκολα τέτοιες μορφές), αλλά για λάτρεις, πιστούς και ιερατείο μιας σεληνιακής πρωτοελληνικής πίστης, που μεταμφιέζονταν σε ίππους, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ζώο ήταν αφιερωμένο στη θεότητα.


Ο Κρητομυκηναϊκός πολιτισμός διακρίνεται από μια αφθονία θηλυκών θεοτήτων και από μια μυθολογία ακόμα ασαφή, στοιχειωμένη από χιμαιρικές υπάρξεις και φανταστικές συνθέσεις όλων των ειδών, τις οποίες το ζωικό βασίλειο προσφέρει στη φαντασία.


Η αρχαιότερη ελληνική παράσταση Κενταύρων δύο άνδρες ενωμένοι στη μέση με σώμα αλόγων βρίσκεται σε μυκηναϊκό κόσμημα από το Ηραίο του Αργούς και παρουσιάζει δύο Κενταύρους να στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον και να χορεύουν. Παρόμοιο ζεύγος εμφανίζεται και σε κρητικό σφραγιδόλιθο της ίδιας περίπου χρονικής περιόδου. Δεδομένου όμως ότι στην Κρήτη δεν υπήρχε γηγενής αλογολατρία, το μοτίβο αυτό έχει προφανώς εισαχθεί από την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν είχαν όμως πάντοτε την ίδια μορφή οι Κένταυροι. Αρχικά παριστάνονταν συνήθως ως μισοί τράγοι παρά ως μισά άλογα. Επίσης, στην αρχαϊκή τέχνη οι σάτυροι εικονίζονταν και αυτοί ως άνθρωποι-ψεύτικα άλογα, αλλά αργότερα εικονίζονταν ως ανθρωποτράγοι. Ο Κένταυρος κάποια περίοδο μέσα στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους της μυθολογίας και πριν ακόμα λάβει οριστικά τη γνωστή μορφή του, πρέπει να ήταν και ο προφητικός ήρωας με ουρά φιδιού (γι’ αυτό και του αποδόθηκε η ιστορία για το ζευγάρωμα του Βορέα με φοράδες). Συνήθως ως θεός φίδι παριστανόταν ο Βορέας, ο βόρειος άνεμος δηλαδή, του οποίου η λατρεία πρέπει να καταγόταν από τη Λιβύη και ο οποίος, σύμφωνα με τη μυθολογία, ως άλογο συνευρέθηκε ερωτικά με 12 φοράδες. Αναφέρεται μάλιστα ότι οι φοράδες που γεννήθηκαν από αυτές τις ενώσεις μπορούσαν να τρέχουν πάνω από τα στάχυα χωρίς να τα λυγίζουν ή πάνω από τα κύματα. Ο μύθος αυτός επιβίωσε και στη ρωμαϊκή εποχή, κατά την οποία ο ιστορικός Πλίνιος αναφέρει ότι οι ισπανικές φοράδες μπορούσαν να συλλάβουν στρέφοντας τα καπούλια τους προς τον άνεμο.


Η ΚΡΗΤΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Αλλόκοτες μορφές με συνθέσεις μελών από διαφορετικά πλάσματα, όπως εκείνες των Κενταύρων, οι οποίες απέχουν πολύ από την ολύμπια αρμονία της αρχαιοελληνικής σκέψης, συναντώνται κυρίως σε μια βασική προομηρική θρησκευτική κληρονομιά των Ελλήνων που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αυτών των αντιθέσεων. Οι ομηρικοί Έλληνες είχαν την τύχη να κληρονομήσουν έναν πανάρχαιο πολιτισμό: τον Κρητομυκηναϊκό. Σε αυτό τον πολιτισμό βρίσκουμε τα αρχαιότερα μυθολογικά μοτίβα, καθώς και πολλές λατρευτικές τελετουργίες που προσιδιάζουν στο ελληνικό πνεύμα.
Αν τον εξετάσουμε προσεκτικά, θα δούμε ένα αρχαϊκό πανόραμα να περνά διαδοχικά από μπροστά μας. Οργιαστικές λατρείες με τις αλλόκοτες ιέρειες να κρατούν φίδια στα χέρια και τελετουργίες που λάμβαναν χώρα σε σπήλαια απεικονίζοντας το μητρικό στήθος αποτελούν μαρτυρίες για τις θηλυκές θεότητες της βλάστησης. Ο Κρητομυκηναϊκός πολιτισμός διακρίνεται από μια αφθονία θηλυκών θεοτήτων και σίγουρα από μια μυθολογία ακόμα ασαφή, στοιχειωμένη από χιμαιρικές υπάρξεις και φανταστικές συνθέσεις όλων των ειδών, τις οποίες το ζωικό βασίλειο προσφέρει στη φαντασία. Πρόκειται περί υπάρξεων κατασκευασμένων από ενωμένα μέλη δανεισμένα από μαστοφόρα ζώα, ερπετά, πτηνά, καθώς και από τον άνθρωπο, όπως το γνωστό σε όλους μοντέλο της σφήκας. Οι περισσότερες θεές που εμφανίζονται στο ομηρικό πάνθεον πρόδιδαν τουλάχιστον ένα κρητομυκηναϊκό πρότυπο. Επίσης, είναι πολύ πιθανό αρκετοί από τους θεούς του ελληνικού πανθέου να ήταν κληρονόμοι μιας σειράς αρχαιότερων λατρειών ή τουλάχιστον να είχαν δανεισθεί κάτι από αυτές. Ίσως να είναι αλήθεια ότι ακόμα και κάποιες ομηρικές θεότητες δεν έχουν ελληνική καταγωγή, αλλά σε αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να αντιπαρατάξουμε τον ισχυρισμό ότι η μυθική σκέψη δεν περιορίζεται σε τέτοια σχήματα.
Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της, η μυθική σκέψη σημαίνει πρώτα από όλα επινοήσεις, δημιουργίες και μύθους γεμάτους από βαθιές και μυστικές σημασίες. Δεν αποκλείεται το ελληνικό πνεύμα, το οποίο άγγιξε την πιο υψηλή κορυφή του στα ομηρικά έπη, να αφομοίωσε μοτίβα μεγάλα και μικρά από όπου πέρασε, και κυρίως από τους Κρητομυκηναίους. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι αυτό που δημιούργησε το ελληνικό πνεύμα από αυτά τα «μοτίβα». Γιατί ταυτόχρονα με τα ομηρικά ποιήματα εμφανίζεται στην ιστορία του κόσμου ένας πολιτισμός ο οποίος επιβάλλεται μεταξύ των άλλων μέσω της μοναδικότητας του ύφους του.
Η αρχαία ελληνική θρησκευτική σκέψη παρουσιάζει ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό, το οποίο συχνά συντίθεται από εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους χρώματα και σχέδια. Αυτό όμως είχε και την αρνητική του πλευρά, διότι η ακατάσχετη σύμμειξη των παλαιών μυθολογικών θεογονικών διηγήσεων και λατρευτικών τελετουργικών με τα νέα στοιχεία δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου σύγχυση στην αντίληψη κάθε πιστού. Έπρεπε να εμφανισθεί ο Όμηρος και κατόπιν ο Ησίοδος για να ταξινομήσουν αυτό το χάος των αλληλοεμπλεκόμενών τοπικών θεογονιών, γενεαλογιών, προσώπων, λατρευτικών τελετών, μύθων και θρύλων. Αυτοί, παρά το γεγονός ότι τους κατηγόρησαν πως μαζί με τον ανθρωπομορφισμό απέδωσαν στους θεούς όλα τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες, κατάφεραν να δώσουν ένα κοινό πάνθεον σε όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς και μάλιστα να «ε ιβάλουν» την κοινή θρησκεία του Δωδεκάθεου.
Σε αυτή ακριβώς την σύμμειξη του «παλαιού» με το «νέο» έχει τις ρίζες της και η αντίθεση που παρατηρήθηκε ανάμεσα στην αρχαία ελληνική θρησκεία και μυθολογία, την οποία αναφέραμε στην αρχή. Οι Έλληνες αφομοίωσαν ή διατήρησαν παλαιές πρωτόγονες πίστεις και δοξασίες στη θρησκεία τους, τις οποίες όμως εκλογίκευσαν και εξωράισαν. Κατά συνέπεια δεν είναι καθόλου απίθανο οι πρωτόγονοι λάτρεις της Σελήνης με τις τελετουργικές τους μεταμφιέσεις σε ίππους να παρουσιάσθηκαν ως άνθρωποι-άλογα, Κένταυροι, μορφές αινιγματικές του παρελθόντος που σε έναν πολιτισμένο κόσμο εξαφανίσθηκαν. Στο σύνολο της η ομηρική μυθολογία διαδραματίζεται και εκτυλίσσεται σε έναν κόσμο με κλειστό ορίζοντα και κατοικείται από ανθρωπόμορφες θεότητες, τις οποίες μας παρουσιάζει υπό μορφή τυπικά ιδεαλιστική. Κληρονόμησε όμως και αρκετές φιγούρες από την κρητομυκηναϊκή μυθολογία, η οποία αφθονεί σε φαντασμαγορικά κατασκευάσματα, στα οποία συμμετέχουν με τη σειρά τους μορφές ζώων όλων των ειδών: ο άνθρωπος, τα άλλα θηλαστικά, τα ερπετά και τα πτηνά. Αυτή την περίοδο κυριαρχεί το μυθολογικό είδος των υπάρξεων που χαρακτηρίζονται από συνθέσεις μελών.


Αριστερά: Θησέας και Κένταυρος (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 37)
Δεξιά: Η τιμωρία του Ιξίονα από τον Δία (Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σελίδα 37)

Ο Έλληνας είναι πνεύμα των τυπικών κανόνων, αλλά σε μία γωνία της ψυχής του αφήνει περιθώριο και για ένα σκοτεινό ενδιαφέρον προς το μυστηριώδες που υπερβαίνει κάθε κανόνα. Όταν λοιπόν οι τέλειες μορφές των ολύμπιων θεών άρχισαν να του προκαλούν ανία, αναζήτησε το μυστηριώδες σε πλάσματα όπως οι Κένταυροι ή οι σάτυροι, που πιθανώς να μην αποτελούσαν τίποτε άλλο παρά πρωτόγονες μεταμφιέσεις οπαδών μιας προγενέστερης σκοτεινής λατρείας. Κατά συνέπεια και στην ομηρική μυθολογία απαντούν δημιουργήματα που είναι πλάσματα της φαντασίας, όπως οι Κένταυροι και οι φαύνοι, τα οποία όμως αποτελούν εξαιρέσεις. Στην ομηρική μυθολογία η συνεχής σύνθεση πλασμάτων από διαφορετικά μέλη είναι λιγότερο μανιώδης, ενώ οι χιμαιρικές υπάρξεις δεν εκπροσωπούν ποτέ τις κύριες θεότητες. Αντίθετα, αυτές οι υπάρξεις είναι με τη βία ανεκτές στον κόσμο που κυβερνά ο Δίας, είναι ύποπτες θεότητες, μορφές του χάους, των σκοτεινών τόπων, της διφορούμενης φύσης. Οι μεγάλοι θεοί, οι φωτεινές θεότητες, καθώς και οι ημίθεοι και οι ήρωες έχουν αμιγώς ανθρώπινη μορφή, με την έννοια κάποιων ιδεαλιστικών τύπων και η κατ’ εξαίρεση παρουσίαση τους με μορφές ζώων, όπως οι Κένταυροι, είναι μόνο επιφάνεια, προσωπείο, μια ύπαρξη ακατάλληλη και μη ενδεδειγμένη.
Συμπεραίνοντας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα οι Κένταυροι ανάγονται στην προομηρική λατρεία της Σελήνης και ίσως δεν ήταν άνθρωποι-άλογα, αλλά τελετουργικές μεταμφιέσεις οπαδών της λατρείας που είχε ως ιερό ζώο τον ίππο. Αυτές παρείσφρυσαν κυρίως ως αρνητικά στοιχεία στην ελληνική μυθολογία, αφού το ελληνικό πνεύμα αποφεύγει στα δημιουργήματα του τόσο τις ανθρώπινες μορφές με τα πολλαπλά μέλη, όσο και τους μέσους ανθρώπους και εμμένει στις τυπικά ιδεαλιστικές μορφές.
Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σσ. 24 - 31 & 34 - 37)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Ρόμπερτ Γκρέιβς: Οι Ελληνικοί Μύθοι, τ. Α΄-Δ΄, εκδ. Ρούγκας - Πλειάς, Αθήνα 1988.
(2) Κάρλ Κερένυ: Η Μυθολογία των Ελλήνων, εκδ. Εστίας, Αθήνα 1974.
(3) E. Tripp: The Meridian Handbook of Classical Mythology, New American Library, New York 1970



ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΤΕΝΕΣΗ. ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ «ΑΠΑΤΗ»

Η δημιουργία ομοιωμάτων μυθικών πλασμάτων, τα οποία είτε δεν υπήρξαν ποτέ είτε εξέλιπαν ως είδος από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, ήταν μία πρακτική που ξεκίνησε από την ελληνική Αρχαιότητα και συνεχίσθηκε στη ρωμαϊκή εποχή, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία. Η εν λόγω πρακτική, όσο κι αν μάς φαίνεται παράδοξο, υιοθετήθηκε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και στη σύγχρονη εποχή, αυτή τη φορά όμως με πολύ λιγότερη επιτυχία. Οι σκοποί για τους οποίους κατασκευάζονταν τα ομοιώματα μυθικών πλασμάτων ή ακόμα και τα τεχνητά υπολείμματα τους ποίκιλλαν από εποχή σε εποχή. Στην ελληνική Αρχαιότητα η πρακτική αυτή συνιστούσε ολόκληρη τέχνη, της οποίας σκοπός ήταν να συμβάλει στην πραγματοποίηση μιας άρτιας από τεχνική άποψη θεατρικής παράστασης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες μάλιστα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, το επί της σκηνής αποτέλεσμα αυτής της «βοηθητικής» θεατρικής τέχνης ήταν εκπληκτικό, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Μυθολογικά τέρατα και δύσμορφες παρουσίες σε τέλεια αναπαράσταση εμφανίζονταν συχνά στη σκηνή εντυπωσιάζοντας τους θεατές.
Στη ρωμαϊκή εποχή η παραπάνω πρακτική όχι μόνο βελτιώθηκε και αναπτύχθηκε αρκετά, αλλά και επικεντρώθηκε κυρίως στην κατασκευή ολόκληρων σκελετών ή και ορισμένων μεμονωμένων οστών μυθικών όντων. Αυτή τη φορά, όμως, βασικό κίνητρο των κατασκευαστών δεν ήταν το θέατρο, αλλά πρωτίστως το κέρδος το οποίο απέφερε η έκθεση τους στο κοινό και κατά δεύτερο λόγο η καλλιέργεια πνεύματος θρησκοληψίας και μυστικισμού στους θεατές που έσπευδαν να τα θαυμάσουν. Επιπλέον, η τάση κάποιων ισχυρών ανδρών της αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Τιβερίου και Αυγούστου, να συλλέγουν πληρώνοντας αδρά τέτοια εκθέματα και να δημιουργούν με αυτά ιδιωτικά μουσεία είχε οδηγήσει συχνά στην κατασκευή τέτοιου είδους σκελετών και ομοιωμάτων παρόμοιων όντων. Πλήθος μαρτυριών από αρχαίους συγγραφείς, όπως οι Διόδωρος ο Σικελιώτης, Πλίνιος, Παυσανίας, Φιλόστρατος, Λουκιανός, Αιλιανός και Μανίλιος, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Χαρακτηριστικά και αξιομνημόνευτα παραδείγματα για τέτοιου είδους κατασκευάσματα αποτελούν η μαρτυρία του Λουκιανού του Σαμοσατέως, ο οποίος αναφέρει έναν απατεώνα ονόματι Αλέξανδρο, που επί σειρά ετών εξέθετε σε διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ένα ανθρωποκέφαλο ερπετό αποκομίζοντας αρκετά χρήματα, καθώς και του Αιλιανού, ο οποίος περίπου δύο δεκαετίες αργότερα αναφέρει την ύπαρξη και τη δραστηριότητα ειδικών τεχνιτών, οι οποίοι κατασκεύαζαν με πολύ μεγάλη επιτυχία λείψανα μυθικών πλασμάτων.
Στη σύγχρονη εποχή η τέχνη που προαναφέρθηκε όχι μόνο δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά συνεχίσθηκε, χρησιμοποιώντας μάλιστα εξελιγμένα τεχνικά μέσα και οδηγούμενη σε παλαιοντολογικές απάτες, οι οποίες άγγιζαν τα όρια της τελειότητας. Το μειονέκτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ήταν ότι τα ίδια σύγχρονα τεχνικά μέσα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για την εξέταση της αυθεντικότητας ή μη των παλαιοντολογικών ευρημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας σχεδόν σύγχρονης περίπτωσης πλαστού όντος αποτελεί μία ταριχευμένη γοργόνα, η οποία εκτίθετο στο Λονδίνο στις αρχές του 19ου αιώνα. Όπως αποδείχθηκε μετά την αυτοψία που διενεργήθηκε στο έκθεμα, επρόκειτο περί απάτης, πολύ επικερδούς μάλιστα για τους κατόχους της, αφού για σειρά ετών την εξέθεταν στο φιλοθεάμον κοινό της αγγλικής πρωτεύουσας, φυσικά έναντι αντιτίμου. Οι επιστήμονες που την εξέτασαν διαπίστωσαν ότι τελικά επρόκειτο για τεχνική σύνθεση μελών διαφορετικών ζώων. Συγκεκριμένα, το κάτω μέρος της «γοργόνας» αποτελείτο από το τμήμα ενός μεγάλου ακέφαλου και αποξηραμένου σολομού, ενώ το άνω από τον κορμό και το κεφάλι μιας ταριχευμένης μαϊμούς. Το μέτωπο, η μύτη, τα μαλλιά, τα νύχια και το στήθος ήταν ανθρώπινα, σε αντίθεση με τα μάτια, τα οποία ήταν τεχνητά.
Η πιο μεγάλη όμως και γνωστή παλαιοντολογική απάτη του 20ού αιώνα και, σύμφωνα με άλλους, όλων των εποχών, παρουσιάσθηκε και πάλι στη Βρετανία και ήταν ο άνθρωπος του Πίλτνταουν. Το κίνητρο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν οικονομικό, αλλά ιδεολογικό. Το 1912 ο Κάρολος Ντόσον, ερασιτέχνης ερευνητής απολιθωμάτων, έφερε στον παλαιοντολόγο του Βρετανικού Μουσείου, δρα Αρθουρ Γούντγουορντ, μερικά οστά και ορισμένα πρωτόγονα εργαλεία που είχε ανακαλύψει, όπως υποστήριζε, σ’ ένα όρυγμα με χαλίκια στο Πίλτνταουν του Έσσεξ, στη νότια Αγγλία. Τα οστά αποτελούσαν μία σιαγόνα, δύο δόντια (τραπεζίτες) και ένα τμήμα κρανίου. Τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν την πολυπόθητη για τους υποστηρικτές της θεωρίας της εξέλιξης του Καρόλου Δαρβίνου απόδειξη του χαμένου κρίκου, δηλαδή του μεταβατικού σταδίου της ανθρώπινης εξέλιξης από τον πίθηκο στον άνθρωπο, με άλλα λόγια του περίφημου «πιθηκανθρώπου». Με βάση, μάλιστα, τα προαναφερθέντα ανθρωπολογικά ευρήματα παρήχθη μέχρι το έτος 1956 ένας τεράστιος όγκος βιβλιογραφίας. Τη χρονιά εκείνη, όμως, δημοσιεύθηκε στο γνωστό αμερικανικό περιοδικό «Reader’ s Digest», στο τεύχος Οκτωβρίου, ένα άρθρο με τον αποκαλυπτικό τίτλο: «Η μεγάλη παραποίηση του ανθρώπου του Πίλνταουν», στο οποίο αποδεικνυόταν με επιστημονικά επιχειρήματα ότι το θέμα στο σύνολο του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία επιστημονικοφανής απάτη. Η σιαγόνα ανήκε σε πίθηκο και συγκεκριμένα ουρακοτάγκο, ενώ το άνω μέρος του κρανίου και τα δόντια ανήκαν σε άνθρωπο και είχαν τροχισθεί, για να τους δοθεί το επιθυμητό σχήμα. Τα εν λόγω ευρήματα είχαν χρωματισθεί με μεγάλη επιδεξιότητα με άλας διχρωμικού οξέος της ποτάσας, ώστε να λάβουν το χρώμα που έχουν τα απολιθώματα και να φαίνονται αυθεντικά. Ωστόσο, η μεγάλη παλαιοντολογική απάτη που προαναφέρθηκε δεν ήταν και η τελευταία που επιφύλασσε ο 20ός αιώνας. Από το έτος 1994 στη βιβλιοθήκη Τζων Χότζες του Πανεπιστημίου του Τενεσή, στο Νόξβιλ των ΗΠΑ, εκτίθεται ένα εκ πρώτης όψεως απίστευτο «παλαιοντολογικό εύρημα». Επάνω σε μία συμπαγή μαρμάρινη βάση υπάρχει μία κομψή προθήκη, μέσα στην οποία έχει τοποθετηθεί στο εμπρόσθιο μέρος «ο σκελετός ενός ενήλικου Κενταύρου, μαζί με πήλινα εγχάρακτα θραύσματα και μια επιγραφή, ενώ στο αριστερό μέρος της διαβάζουμε τη φράση «Οι ανασκαφές των Κενταύρων στον Βόλο» και στο δεξιό μέρος «Πιστεύετε στην ύπαρξη των Κενταύρων;». Στο πίσω μέρος της εν λόγω προθήκης υπάρχουν: ένα ενημερωτικό κείμενο, από το οποίο μαθαίνουμε ότι ο σκελετός χρονολογείται στη ιγ΄ χιλιετία π.Χ. και ανακαλύφθηκε οκτώ χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης του Βόλου σε ταφικές ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από Έλληνες αρχαιολόγους το 1980, ένας χάρτης της Ελλάδας, ένα ξυλόγλυπτο του 16ου αιώνα μ.Χ., μία καλλιτεχνική ασπρόμαυρη απεικόνιση Κενταύρων, μία φωτογραφία ενός γλυπτού Κενταύρου από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, ένα έντυπο στο οποίο παρουσιάζεται η ανατομία ενός αρσενικού ενήλικου Κενταύρου και τρία πήλινα αγγεία, ένα πήλινο πινάκιο, καθώς και ορισμένα θραύσματα πήλινων αγγείων.


Κατασκευασμένος σκελετός Κένταυρου, για διδακτικούς σκοπούς (ενάντια στο πίστευε και μη ερεύνα) μέσα σε προθήκη βιβλιοθήκης πανεπιστημίου. (Πηγή Φώτο: http://web.utk.edu/~blyons/centaur.html)

Το εκπληκτικό, όμως, αυτό «παλαιοντολογικό εύρημα» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακόμη «έργο τέχνης», το οποίο κατασκευάσθηκε από τον Ουίλλερς Μπιλ, καλλιτέχνη και καθηγητή βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Οσκος. Ο Ουίλερς κατασκεύασε τον εν λόγω σκελετό χρησιμοποιώντας οστά αλόγου πόνυ και ανθρώπου (τα ανθρώπινα οστά προέρχονταν από σκελετό ο οποίος χρησιμοποιείτο σε μάθημα ανατομίας στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν και είχε αντικατασταθεί λόγω παλαιότητας από έναν πλαστικό), τα οποία εμπότισε συστηματικά με τσάι για να λάβουν ένα βαθύ καφέ χρώμα και να φαίνονται έτσι, πολύ παλαιά. Το «παλαιοντολογικό εύρημα», αφού φιλοξενήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Μάντισον (πρώην Κέντρο Τεχνών Μάντισον), καθώς και σε εκθετήρια διαφόρων αμερικανικών πανεπιστημίων, αποθηκεύθηκε από τον κατασκευαστή του Ουίλερς στον αχυρώνα ενός φίλου του. Ο σκοπός του Ουίλερς ήταν διττός, αφενός ως καλλιτέχνης επιδίωξε να οδηγήσει τους θεατές του δημιουργήματος του σε μία βαθύτερη αντίληψη της ψυχολογίας των αρχαίων Ελλήνων, από αυτή που συνήθως έχουν, παρουσιάζοντας τους αναπαράσταση μυθολογικών πλασμάτων. Από την άλλη πλευρά, ως επιστήμων θέλησε να τους μεταδώσει τον σκεπτικισμό, δηλαδή την αίσθηση της αβεβαιότητας, όσο αφορά τις αισθήσεις τους και το πνεύμα της αμφισβήτησης, όσο αφορά τις οποιουδήποτε είδους αυθεντίες, είτε πρόκειται περί προσώπων, είτε πρόκειται περί κειμένων.
Το 1992 οι καθηγητής ζωολογίας Νηλ Γκρήνμπερκγ και Καλών Τεχνών Μποβέ Λυόν, του Πανεπιστημίου του Τενεσσί στο Νόξβιλ αγόρασαν τον «σκελετό του Κενταύρου» από τον καθηγητή Ουίλερς και το 1994 τον τοποθέτησαν σε περίοπτη θέση στην προαναφερθείσα πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη. Ο «σκελετός» τοποθετήθηκε εν γνώσει και με την άδεια της Πάουλα Κάουφμαν και του Αλ Μπερστάιν, προϊσταμένης των βιβλιοθηκών και πρώην διευθυντή προγράμματος σπουδών του του Πανεπιστημίου του Τενεσή αντίστοιχα. Το σκπετικό τους όσο αφορά τον λόγο της τοποθέτησης ενός πλαστού «παλαιοντολογικού ευρήματος» σε ακαδημαϊκό χώρο, δεν απείχε πολύ από εκείνο του καθηγητή Ουίλερς. Για τη μεν Π. Κάουφμαν το έκθεμα αποτελούσε ένα πολύτιμο μάθημα σκεπτικισμού προς τους φοιτητές, ούτως ώστε να εξετάζουν πάντοτε και να μη δέχονται a priori καμία αυθεντία, από όπου κι αν αυτή προέρχεται: πολιτική, επιστημονική ή θρησκευτική. Για τον δε Α. Μπερστάιν το ζήτημα στο σύνολο του αποτελούσε μία εξόχως κατάλληλη διδακτική μέθοδο, η οποία, δια μέσου της αποδοχής ή απόρριψης, οδηγεί τον σημερινό φοιτητή και αυριανό επιστήμονα στην απόκτηση του σημαντικότερου στοιχείου της επιστημονικής του κατάρτισης: της επιστημολογικής του αυτοσυνειδησίας. Με αυτή την προοπτική το έκθεμα λειτουργεί όπως ένας ακαδημαϊκός καθηγητής, ο οποίος μετά από μία πολύ πειστική και καθ’ όλα επιστημονικοφανή ανάπτυξη ενός συγκεκριμέμενου θέματος αποκαλύπτει στους φοιτητές του ότι σε ποσοστό 90% όσα τους είχε πει δεν είναι αληθινά. Το αποτέλεσμα αυτής της ανορθόδοξης διδακτικής μεθόδου είναι το εξής σημαντικό: οι φοιτητές δεν πρέπει να εκλαμβάνουν τίποτε ως δεδομένο, ακόμη και αν αυτό περιβάλλεται φαινομενικά με το αναμφισβήτητο κύρος της επιστημονικής αυθεντίας. Όσο απογοητευτική και να ακούγεται για τους θιασώτες της ιστορικής ύπαρξης των Κενταύρων ως «ανθρώπων-αλόγων», αυτή είναι η αληθινή ιστορία του σκελετού που εκτίθεται στο Πανεπιστήμιο του Τενεσή. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα αμιγώς ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Υπάρχει όμως ένα μυστήριο στην υπόθεση, το οποίο πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Εξετάζοντας το συγκεκριμένο θέμα τόσο από ψυχολογική όσο και από θρησκευτική άποψη, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι, εκτός από τα διάφορα κίνητρα και σκοπούς, τα οποία όπως είδαμε ποίκιλλαν ανά εποχή, η αποδοχή ομοιωμάτων ή λειψάνων μυθολογικών πλασμάτων ως αληθινών τελικά κρύβει κάτι βαθύτερο από μία διελκυστίνδα μεταξύ των πιστών των μυθολογικών παραδόσεων και των οπαδών της θετικής σκέψης. Η πίστη στην ύπαρξη Γιγάντων, Κενταύρων, Τριτόνων, Γοργόνων και άλλων ανθρωπόμορφων μυθολογικών όντων αντανακλά την ύπαρξη της διπλής φύσης του ανθρώπου, της πρωτόγονης (ζωικής), από τη μία πλευρά και της πολιτισμένης (ανθρώπινης) από την άλλη. Ο άνθρωπος, όπως πολύ σωστά επισήμανε τον περασμένο αιώνα η διάσημη Βρετανή καθηγήτρια Τζ. Ε. Χάρισσον ερμηνεύοντας το φαινόμενο του διονυσιασμού στην κλασική Ελλάδα, εμπερικλείει όλες τις τάσεις και όλες τις μορφές της μακράς εξελικτικής του πορείας, από το θηρευτικό ζώο, μέχρι τον δημιουργό του Παρθενώνα. Αρκεί μόνο κάθε εποχή με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της να ευνοήσει κάποια από αυτές του τις τάσεις και τότε εκείνη θα αναφανεί σε όλο της το μέγεθος. Ο πόλεμος με τη φρίκη και τη βιαιότητα του είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των ισχυρισμών, αφού αναδεικνύει πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας, άγνωστες έως τη στιγμή εκείνη. Οι Κένταυροι ως «άνθρωποι-άλογα» ίσως εκφράζουν αυτή την ενστικτώδη γνώση της διττής φύσης του ανθρώπου, πρωτόγονης και πολιτισμένης συγχρόνως. Η πίστη σ’ αυτή τη διττή φύση του ανθρώπου δε διαφαίνεται μόνο στη μυθολογία, αλλά και στην αρχαία θρησκεία και κυρίως στη λατρεία του θεού Απόλλωνα (ανθρώπινου στοιχείου) ή του θεού Διονύσου (ζωικού στοιχείου) ταυτόχρονα. Στον Χριστιανισμό έλαβε τη μορφή του πνευματικού αγώνα του ανθρώπου εναντίον των παθών (ζωικού στοιχείου), με σκοπό την απόκτηση των αρετών (ανθρώπινου στοιχείου). Η απεμπόληση, όμως, του ενός από τα δύο στοιχεία και όχι της αρμονικής συνύπαρξης και των δύο όψεων της ανθρώπινης φύσης, πράγμα το οποίο διδάσκει η μυθολογία, οδήγησε και συνεχίζει να οδηγεί τις ανθρώπινες κοινωνίες στον εκφυλισμό: ο άνθρωπος μετατρέπεται σε σαρκοβόρο θηρίο ή παχιά αγελάδα.
Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Σκελετός Κενταύρου στο πανεπιστήμιο του Τενεσή, μια σύγχρονη απάτη», Κωνσταντίνος σ. Χατζηελευθερίου Θεολόγος , σσ. 32 - 33

ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ


Ο Κένταυρος είναι πλάσμα της Ελληνικής μυθολογίας, πιθανώς ως ιδεατή απεικόνιση των έντονων καιρικών φαινομένων που ακολουθούν παρατηρώντας την ταχύτητα των νεφών. [εκκρεμεί παραπομπή] Στην ιστορία και την τέχνη οι κένταυροι απεικονίζονται μεν ανθρωπόμορφοι, με ανθρώπινο το άνω τμήμα του κορμού, και ζωικό (αλογίσιο) το κάτω. Ως ιδιοσυγκρασίες, όμως, φαίνεται πως δεν ήταν αρκετά ισορροπημένοι και παρουσιάζονται ως είδη πρωτόγονα που όφειλαν περισσότερα στη ζωική φύση τους παρά στην ανθρώπινη κληρονομιά τους. Ο μύθος τους τοποθετεί στη Θεσσαλία, στην κατεξοχήν μαγική γη της ελληνικής επικράτειας με πλούσια στοιχεία μετεωρολογικής παρατήρησης που έδιναν έτσι λαβή για τις φημισμένες μάγισσες, στις οποίες θα αφιερώσουμε μια ξεχωριστή σπουδή. Έτσι η μυθολογική παρουσία τους στη θεσσαλική γη ξεκινά από έναν γηγενή βασιλιά των Λαπίθων.
Στα ελληνικά έργα τέχνης η τυπική απεικόνιση των Κενταύρων είναι εκείνη που τους δείχνει να επιτίθενται στους Λαπίθες, εμπλεκόμενοι σε πράξεις βιασμού και λεηλασίας, όπως και στην γαμήλια τελετή του Πειρίθου. Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παρουσία τους ήταν συμβολική των απεριόριστων και απρόβλεπτων ιδιοτήτων του φυσικού κόσμου, που παρατηρούνται από την ηλιοφάνεια μέχρι τις καταιγίδες και στην ύφεση των τελευταίων, εκτός ίσως από την περίπτωση του κένταυρου Χείρωνα.

Κατά τον ίδιο τρόπο η λογοτεχνική παρουσία τους στο μύθο είναι συχνά συμβολική της πολιτισμικής ανάγκης να καθιερωθεί -να επανακαθιερωθεί μάλλον- η κυριαρχία σε αυτό που οι Έλληνες της αρχαιότητας αντιλαμβάνονταν ως δική τους σφαίρα γνώσης και επιρροής. Οι ελληνογενείς ήρωες έπρεπε για να καθιερώσουν την παρουσία του πολιτισμού τους σε έναν ευρύτερο κόσμο να το μεταδώσουν επί κατορθωμάτων, δαμάζοντας μυθικά ή υπερφυσικά πλάσματα, που δεν ήταν τίποτε άλλο από την επίδειξη της γνώσης τους επ΄ αυτών. Παρόμοια ήταν επίσης και άλλα μη ανθρώπινα τέρατα όπως ήταν η Σκύλλα, η Χάρυβδη, η Χίμαιρα ή η Σφίγγα που απεικόνιζαν την ιδεατή γνώση της παρατήρησης του ελληνικού πολιτισμού στον τότε ευρύτερο κόσμο.

Υβριδικά ημιανθρώπινα πλάσματα τέτοια όπως ήταν οι κένταυροι ίσως αντιπροσώπευαν τις εισβολές των αρνητικών όψεων της φύσης στον κόσμο της δικαιοδοσίας των Ελλήνων. Σε ένα ευρύτερο ψυχολογικό πλαίσιο πρόκειται για την εισβολή του ενσυνείδητου γνωστικού κόσμου στις επικράτειες της καθημερινής συνείδησης, η αρχική σύγκρουση ανάμεσα στις απειλητικές μορφές ενός άγνωστου και σκοτεινού κόσμου και τον τακτοποιημένο κόσμο της απλής, για την εποχή εκείνη, λογικής συνείδησης. Τούτη η πρωτογενής φαινομενική σύγκρουση είναι η ίδια -αν και με διαφορετική μορφή- με τη φαινομενική επίσης σύγκρουση ανάμεσα στο διονυσιακό και το απολλώνειο στοιχείο, που όμως στη πραγματικότητα συμβάδιζαν στο βίο των αρχαίων Ελλήνων ως αναγκαία διασκέδαση και ανώτερη γνώση αντίστοιχ

Σημαντικότεροι μύθοι

Η Σπηλιά του Χείρωνα
Oι τοπικοί θρύλοι αναφέρουν μέχρι σήμερα την ύπαρξη της σπηλιάς του Κένταυρου Χείρωνα λίγο έξω από το χωριό Μηλιές, σε μαγευτική τοποθεσία, κοντά στην μεγάλη μεταλλική σιδηροδρομική γέφυρα του Ταξιάρχη (ή γέφυρα Ντε Κίρικο).

Η εκδοχή αυτή αναφέρεται στο δοκίμιο του λόγιου και συγγραφέα Ρήγα Καμηλάρη με τίτλο «ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΙ, ΛΟΓΟΙ, ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ – ΜΕΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΜΗΛΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΥΤΩΝ – έκδοση Α. Κωνσταντινίδου – Αθήνα 1897». Ειδικότερα, ο Ρήγας Καμηλάρης συσχετίζει την σπηλιά του Κένταυρου Χείρωνα με αυτή την άγρια και σχετικά απρόσιτη τοποθεσία και τη βαθιά ρεματιά όσο και τα ίχνη που υπάρχουν στον βράχο, και τα οποία μέχρι σήμερα οι κάτοικοι τα γνωρίζουν, ταυτισμένα όμως με στοιχεία Χριστιανικά. Ο Καμηλάρης αναφέρει ότι η σπηλιά του Κένταυρου Χείρωνα είναι η σπηλιά που βρίσκεται ακριβώς στην ρίζα του βράχου που σήμερα είναι το εξωκλήσσι του Ταξιάρχη. Για να προσεγγίσουμε την περιοχή, θα πρέπει να ανηφορίσουμε στο μονοπάτι που ξεκινά προς τα δεξιά αμέσως μόλις περάσουμε την μεγάλη μεταλλική σιδηροδρομική γέφυρα Ντε Κίρικο.

Η σπηλιά αυτή σήμερα είναι αχρησιμοποίητη, ως πρόσφατα όμως την χρησιμοποιούσαν σαν χώρο σταυλισμού ζώων (προβάτων & κατσικιών) και εξωτερικά συμπληρώνεται με λιθόκτιστο τοίχο για το σκοπό αυτό. Λέγεται ότι από το εσωτερικό της σπηλιάς υπάρχει μονοπάτι που διαπερνά το βουνό και επικοινωνεί με αντίστοιχη σπηλιά στην περιοχή "Μαλάκι" ή μακρύτερα, μέχρι το λόφο της Γορίτσας στα Ανατολικά της πόλης του Βόλου.

Από την ως άνω έκδοση του 1897, αντιγράφουμε – διατηρώντας επακριβώς την σύνταξη και την γλώσσα – την περιγραφή που κάνει ο Ρήγας Καμηλάρης για την περιοχή του Ταξιάρχη…

«………με τα σπήλαιά του, άτινα περιβάλλουσι φοβεροί λαικοί μύθοι (1) , τοπίον φαραγγώδες καταπλήττον την όρασιν δια την μεγαλομέρειαν, μικρογραφία χαρίεσσα των Τεμπών.»

Και αμέσως παρακάτω, στην υποσημείωση (1) στην σελίδα 84, αναφέρεται ειδικότερα σε ένα από τα σπήλαια της περιοχής, το οποίο θεωρεί ως το σπήλαιο του Κένταυρου Χείρωνα:

… (1) Tό έτερον τούτων ού εκ της κορυφής κρέμανται σταλαγμίται και μυθολογείται ότι έχει έξοδον εις το Μαλάκι, δηλ. εις απόστασιν τριών ωρών, λέγεται ότι είναι «το άντρον του Κενταύρου Χείρωνος». Τούτο φαίνεται πιθανόν δια τους εξής λόγους:

Α. Οι Κένταυροι είναι δαίμονες της καταιγίδος της αθροιζομένης εις τας κορυφάς των ορέων και έχουσι μητέρα την νεφέλην την χέουσαν χειμάρρους βροχής – χείμαρρος δε μέγας διαρρεί την θέσιν ταύτην.
Β. Ο Χείρων ώκει εις τας αγρίας χαράδρας του Πηλίου, και τοιαύτη εκ των φοβερωτέρων είναι ο Ταξιάρχης.
Γ. οι Κένταυροι οικούσιν εις τα όρη αντηχούντες εκ των φοβερών κραυγών (Τηλεβόας, Ερίγδουπος) – φοβερά δε είναι η παραγομένη εν τω Ταξιάρχη βοή και αντήχησις εκ του καταρρέοντος χειμάρρου.
Δ. φοιτώσιν εις τα δάση (Υλαίος, Δρύαλος) δάσος δε μέγα ήν και είναι εκεί.
Ε. μάχονται δια των υπ’ αυτών εκριζουμένων δένδρων και βράχων, τοιούτους πελωρίους βράχους και μέγιστα δένδρα εκριζώνει μετά φοβερού πατάγου ο εκεί χείμαρρος.
Στ. είναι ταχείς και ορμητικοί – και τοιούτος είναι ο παραρρέων χείμαρρος.
Έπειτα το ότι υπάρχει βωμός ιερός των Ταξιαρχών (Κενταύρων;) εις το άκρον διαδρόμου, ού μέρος είναι οφθαλμοφανώς λαξευτόν, όστις διάδρομος κείται εις το μέσον κατακαθέτου βράχου ιλιγγιώδους ύψους, ένθα αναβαίνουσιν ουχί ακινδύνως δια βαθμίδων, το ότι υπάρχει λαική παράδοσις, ότι ο Ταξιάρχης διήλθεν έφιππος και έταμε δια ρομφαίας τον βράχον και κατασκεύασε τον διάδρομον, το ότι υπάρχουσιν επί του ρηθέντος διαδρόμου οπαί, άς δεικνύουσιν οι άνθρωποι ως ίχνη του ίππου του Ταξιάρχου, ενώ ούτε υπό των ζωγράφων ουδέ υπό των συναξαριστών παρίστανται έφιπποι οι άγγελοι και εξ ού ο κ. Παππαδόπουλος ο Κεραμεύς είκαζεν ότι πρόκειται περί Κενταύρων (=ιππανθρώπων), το ότι συνήθως τα χριστιανικά ιερά ιδρύοντο επί προηγουμένων τοιούτων Ελληνικών, πάντα ταύτα καθιστώσι πιθανήν την γνώμην ότι το εν λόγω σπήλαιον είναι του «Κενταύρου Χείρωνος το άντρον»…
Κένταυροι Φολόης
Οι Κένταυροι απεικονίζονται σαν μυθικά όντα στα διασωθέντα μάρμαρα του δυτικού αετώματος του Ναού του Δία, τα οποία φυλάσσονται στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας . Η φαντασία των αρχαίων Ελλήνων τους ήθελε να έχουν σώμα αλόγου και από τον τράχηλο, και πάνω στήθος, χέρια και κεφάλι ανθρώπου. Ο Διόδωρος (Δ΄12) αναφέρει ότι, όταν οι Κένταυροι νίκησαν τους Λάπιθες, κατέβηκαν στην Ηλεία και κατέλαβαν την Φολόη. Από εκεί λήστευαν και φόνευαν τους διερχομένους και τους κατοίκους της περιοχής. Οι κάτοικοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι που πρώτη φορά έβλεπαν από μακριά άλογα, (το πάνω μέρος των οποίων ήταν ανθρώπινο) να χάνονται στο δάσος και στα ρέματα, τους απεικόνιζαν στη φαντασία τους σαν τέρατα με αλογίσιο σώμα.
Ο Φόλος
Ένας από τους Κενταύρους ήταν και ο Φόλος, γιος του Σειληνού και της Νύμφης Μελίας [εκκρεμεί παραπομπή] και φίλος του Ηρακλή. Εκ διαδοχής από τον προπάππου του ήταν φύλακας του υπερμεγέθους πιθαριού (βαγενιού) με το κρασί των μεγαλόσωμων Κενταύρων, το οποίο τους είχε προσφέρει ο Διόνυσος, με εντολή να το φυλάξουν και να το ανοίξουν μόνο όταν εμφανιστεί ο Ηρακλής.[εκκρεμεί παραπομπή] Σύμφωνα με τους μύθους που αναφέρει ο Ρισπέν, (1963, σ270), το κρασί είχε δοθεί στον Φόλο από τον Διόνυσο, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης διότι ως διαιτητής στη διαμάχη του τελευταίου με τον Ηρακλή για την κατοχή της Νάξου, ο Φόλος αποφάνθηκε υπέρ του.
Ο Ηρακλής
Ο Ηρακλής πήρε την εντολή από τον Ευρυσθέα να κάνει τον τρίτο άθλο του, να συλλάβει δηλαδή ζωντανό τον Ερυμάνθιο κάπρο[1], που ζούσε στο όρος της Λαμπείας, Ερύμανθος. Ο κάπρος κατάστρεφε τις περιοχές τις Ψωφίδος (Αρκάδων) και Λασιωνίων (Ηλείων). Ο Ηρακλής πέρασε πρώτα από τη σπηλιά του Κένταυρου Φόλου, προκειμένου να πάρει πληροφορίες σχετικά με το ζώο.
Το πιθάρι
Ο Φόλος έτρωγε κρέατα ωμά όπως όλοι οι Κένταυροι, αλλά για να ευχαριστήσει τον Ηρακλή του προσέφερε ψητά. Ο Ηρακλής ζήτησε κρασί, αλλά όταν ο Φόλος θυμήθηκε την επιθυμία του Διόνυσου, δίστασε να ανοίξει το πιθάρι φοβούμενος τους άλλους Κενταύρους. Κατόπιν προτροπής του Ηρακλή άνοιξε το βαγένι με το χιλιόχρονο κρασί και του έδωσε να πιεί σε ασημένιο κύπελο (τάσι). Η ευωδιά του παλιού δυνατού κρασιού απλώθηκε γρήγορα στις ρεματιές και στο δάσος. Ο φόβος του δεν άργησε να επαληθευτεί.
Η συμπλοκή και η Νεφέλη
Τα δέντρα έτριζαν, καθώς οι Κένταυροι έφταναν στην σπηλιά για να το αρπάξουν. Ο Φόλος κρύφτηκε από το φόβο του, ενώ ο Ηρακλής ρίχτηκε στη μάχη μαζί τους, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει όντα, τα οποία έχοντας μητέρα τη Θεά Νεφέλη είχαν ταχύτητα αλόγου, υπερβολική δύναμη δισώματων θηρίων, ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Άλλοι του επιτίθενται έχοντας σαν όπλα μεγάλα ξύλα, άλλοι με μεγάλες πέτρες, άλλοι με μεγάλες λαμπάδες από τα καμένα δέντρα και άλλοι με φοβερά τσεκούρια. Στη μάχη τους βοηθούσε όμως και η Νεφέλη, ρίχνοντας καταρρακτώδη βροχή για να γλιστράει ο Ηρακλής, τη στιγμή που οι Κένταυροι είχαν τέσσερα πόδια. Η μάχη ήταν φοβερή. Ο Ηρακλής έδιωξε αρχικά τον Άγχιο και τον Άγριο, πετώντας τους δαυλιά που φώτιζαν τη σπηλιά. Με τα φαρμακερά βέλη που είχε βάψει από το αίμα της Λερναίας Ύδρας, τους σημάδευε και τους χτύπαγε με το ρόπαλο. Τους καταδίωξε μέχρι το ακρωτήριο Μαλέα.
Εξόντωση των Κενταύρων
Τους περισσότερος τους εξόντωσε ενώ οι υπόλοιποι, μαγεμένοι από τους ήχους των σειρήνων, πέθαναν από την πείνα. Οι υπόλοιποι Κένταυροι έφυγαν. Ο Κένταυρος Νέσσος πήγε στο ποταμό Εύηνο, όπου παρενοχλούσε ερωτικά τη σύζυγο του Ηρακλή Δηιάνειρα, η οποία αργότερα σκοτώθηκε από αυτόν. Ο Ηρακλής, χωρίς να το θέλει, ετόξευσε προς τον Έλατο και πλήγωσε τον Χείρωνα (φίλο του), ο οποίος παραιτήθηκε από την αθανασία γιατί οι πόνοι ήταν φρικτοί από το βέλος που ήταν ποτισμένο από τη Λερναία Ύδρα. Ο Κένταυρος Όμαδος έφυγε για την Αρκαδία όπου παρενοχλούσε και αυτός την αδερφή του Ευρυσθέα Αλκυόνη. Ένας από τους Κενταύρους της Φολόης, ο Ευρυτίονας γύρισε πίσω στην περιοχή και πήγε στην Ώλενο της Αχαΐας προκειμένου να πάρει βίαια πάλι την κόρη του Δεξαμενού. Αργότερα σκοτώθηκε και αυτός από τον Ηρακλή. Οι Κένταυροι διασκορπιστήκαν από το Μαλέα μέχρι την Τυρηνία, όπου άλλοι πέθαναν από την πείνα και άλλοι μαγεύτηκαν από το άσμα των σειρήνων. Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν πολλοί επιφανείς Κένταυροι, ο Δάφνις, ο Αμφίων, ο Όρειος, ο Ιπποτίων, ο Φρύξος, ο Θηρεύς, ο Αργείος, ο Δούπων, ο Ισοπλής και ο Μελαγχαίτης.
Ο θάνατος του Φόλου
Κατόπιν, ο Ηρακλής επανήλθε στη Φολόη, όπου βρήκε το φίλο του Φόλο να πεθαίνει, μιας και στην προσπάθεια του να θάψει τους συγγενείς Κενταύρους, επιχείρησε να περιεργαστεί ένα βέλος, που προηγουμένως θαύμαζε. Αυτό του διέφυγε και τον τραυμάτισε στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού του και έτσι από το δηλητήριό του, πέθανε. Τότε λοιπόν, ο Ηρακλής τον έθαψε μεγαλοπρεπώς στην περιοχή που σκοτώθηκε και για να τον τιμήσει έδωσε στο δάσος και στην περιοχή το όνομα Φολόη. Ο τάφος στο Αντρώνι Ηλείας κοντά στην θέση Κροϋφίκου λεγεται ότι είναι του Κένταυρου Φόλου, όπου αναπτύχθηκε η αξιόλογη πόλη της αρχαιότητας Λασιών. Κατόπιν, ο ήρωας έφυγε να κυνηγήσει τον Ερυμάνθιο Κάπρο.

ΠηγήΡισπέν, Ζ. (1963) Ελληνική Μυθολογία. Αθήναι: Αυλός

ΝΗΡΕΑΣ


Στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφορες θεότητες που σχετίζονταν με το θαλάσσιο βασίλειο. Οι θεότητες αυτές δεν ήταν τόσο σημαντικές, όσο ο Ποσειδώνας, είχαν όμως γεννηθεί και κυριαρχούσαν πριν από εκείνον. Λατρεύονταν επίσης στον ελλαδικό χώρο προτού ακόμη εκείνος καθιερωθεί. Παρόλο που ήταν θεότητες δευτερεύουσες, γύρω απ' αυτές και τους απογόνους τους δημιουργήθηκαν πολύ ενδιαφέροντες μύθοι.
Μια απ' αυτές ήταν ο Νηρέας, ένας από τους "γέροντες της θάλασσας", ένας από τους πιο σημαντικούς θαλάσσιους δαίμονες στην ακολουθία του Ποσειδώνα. Ήταν γιος του Πόντου και της Γαίας και αδέρφια του ήταν ο Θαύμαντας, ο Φόρκης, η Κητώ και η Ευρυβία. Η καταγωγή του δείχνει ολοφάνερα ότι πρόκειται για γενιά προγενέστερη από τον Ποσειδώνα. Σύζυγός του ήταν η Δωρίδα, μια από τις Ωκεανίδες. Μαζί της απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, μία από τις οποίες, η Αμφιτρίτη, έγινε αργότερα σύζυγος του Ποσειδώνα.
Έλεγαν πως, όπως και οι περισσότεροι θαλάσσιοι δαίμονες, έτσι κι ο Νηρέας μπορούσε να μεταμορφώνεται κι επινοούσε διάφορα τεχνάσματα. Γι' αυτό και τον φαντάζονταν και τον απεικόνιζαν ως άνδρα με μορφή ψαριού, κάποτε όμως από το σώμα του ξεπροβάλλει ένας λύκος, ένας τράγος ή ένα κεφάλι φιδιού, ακριβώς για να συμβολίσουν τις μορφές που μπορούσε να πάρει. Σε φίδι είχε μεταμορφωθεί ο δαίμονας, όταν πάλευε με τον Ηρακλή, ο ήρωας όμως τον έδεσε, όπως τον είχαν συμβουλέψει οι θεές της Τύχης. Έτσι, τον ανάγκασε να του απαντήσει σε όλες του τις ερωτήσεις.
Ο Νηρέας φημιζόταν επίσης για τις προφητικές του ικανότητες. Όταν συνάντησε τον Πάρη, του προφήτευσε την πτώση της Τροίας. Επίσης, προείπε το ένδοξο πεπρωμένο του Ηρακλή στους Αργοναύτες, με τη βοήθεια του Γλαύκου, που ερμήνευσε τα λόγια του σ' αυτούς.
Ο Νηρέας, πρώτος γιος του Πόντου, ήταν καλοσυνάτος, σοφός, καλοπροαίρετος και γνωστός για τη δικαιοσύνη, την προθυμία και τη φιλαλήθειά του. Ο ρόλος του ήταν πάντα ταπεινός και αφανής, παρόλα αυτά δε δίσταζε να βοηθήσει όποιον είχε την ανάγκη του. Η Αφροδίτη ανατράφηκε στην κατοικία του και ο Πηλέας ευεργετήθηκε απ' αυτόν, γιατί του χάρισε το φάρμακο για να νικήσει την πείνα. Επίσης, βοήθησε τον Ηρακλή και τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση, όταν του έδωσε το κύπελλο του Ήλιου για να περάσει μ' αυτόν τον Ωκεανό. Ακόμη, του έδειξε το δρόμο για να φτάσει μέχρι τον κήπο των Εσπερίδων
Στην ελληνική μυθολογία φέρεται ως πρωτότοκος γιος του Πόντου και της Γαίας (Ησίοδος) και κατ΄ άλλους του Ωκεανού και της Τηθύος. Συνήθης κατοικία του είναι ένα λαμπρό σπήλαιο, ή ένα φωτεινό ανάκτορο που βρίσκεται στα βάθη των Ωκεανών.
Ο Νηρέας φέρεται ως θαλάσσια θεότητα προγενέστερη του Ποσειδώνα. Οι αρχαίες ελληνικές παραδόσεις και σχεδόν όλοι οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές και καλλιτέχνες παρουσιάζουν τον Νηρέα ως γέροντα μειλίχιο αγαθόν και αξιαγάπητο. Σύζυγός του ήταν η Ωκεανίδα Δωρίς με την οποία απέκτησε το πολυάριθμο γένος των Νηρηίδων τις ωραιότατες κόρες πενήντα σε αριθμό ή εκατό κατά νεώτερες παραδόσεις.
Όπως όλες οι θαλάσσιες θεότητες μπορούσαν να μεταμορφώνονται έτσι και ο Νηρέας μεταμορφωνόταν σε περίεργα και απίθανα σχήματα.
Ο Νηρέας ήταν επίσης εκείνος που έδειξε στον Ηρακλή παλεύοντας μ΄ αυτόν για να το επιτύχει το δρόμο προς τον κήπο με τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων.
Συχνά ο Νηρέας ταυτίζεται με τον Γλαύκο.
Το όνομα Νηρεύς έχει σαφώς καθορισμένη έννοια και μας θυμίζει το νερό που κινείται. Ο Νηρέας αναφέρεται στον Όμηρο και στον Hσίοδο με τέτοιο τρόπο που είναι εύκολο να αντιληφθούμε τα χαρακτηριστικά του,τα οποία τα συνέλαβε ο ανθρώπινος νούς από τις διάφορες μορφές της θάλασσας. Για παράδειγμα από τον λευκό αφρό στις κορυφές των κυμάτων φαντάστηκαν οι άνθρωποι τον Νηρέα γέροντα, καθώς και το λαϊκό του όνομα ήταν γέρων άλιος.
Οι ναυτικοί δεν φοβούνται τον Νηρέα διότι η δύναμη του είναι ευεργετική. Σύμφωνα πάντα με την Θεογονία ο Νηρέας είναι γέροντας και το ψέμα δεν τον αγγίζει, είναι μαλακός και του αξίζει μόνο εμπιστοσύνη καθώς μόνο δίκαιους στοχασμούς γεννάει ο νούς του. Φαίνεται εξ αυτού λοιπόν ότι το πρόσωπο του Νηρέα είναι η έκφαση μίας από τις όψεις της θάλασσας, της θάλασσας που είναι καλή για τον άνθρωπο, που δεν τον εξαπατά με ψεύτικες υποσχέσεις και η οποία του προσφέρεται για την ευδοκίμησή του.
Τα εκφραστικά ονόματα που αντλούμε από την Θεογονία για τις πενήντα Νηρηίδες, τις κόρες του γέροντα Νηρέα αναφέρονται ακριβώς στις διάφορες μορφές (κατάσταση θαλάσσης) και χάρες της θάλασσας. Υπενθυμίζουν τα ευεργετήματα της θάλασσας, τα πλούτη που δίνει στον άνθρωπο και την ευκολία που παρέχει στο εμπόριο.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

ΦΘΙΑ


Η Φθία, αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου των Μυρμηδόνων. Την πόλη αυτή, κατά τους χρόνους των Ομηρικών Επών κυβερνούσε ο Αχιλλέας, γιος του Πηλέα.
Η ακριβής θέση της πόλεως δεν είναι απόλυτα γνωστή, αν και οι περισσότεροι την ταυτίζουν με την πόλη των Φαρσάλων. Την άποψη αυτή έρχεται να στηρίξει η ύπαρξη Κυκλώπειας τειχοποιίας, ή όπως αλλιώς ονομάζεται Πελασγική τειχοποιία, η οποία περιέφρασσε την αρχαία πόλη των Φαρσάλων. Μια άλλη άποψη για τη θέση της Φθίας παρουσίασε ο Γιάννης Κορδάτος στο έργο του «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», όπου τοποθετεί τη Φθία στη νότια Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στη Λακωνία ή στη Μεσσηνία

Ευριπίδου Ανδρομάχη ( απόσπασμα )
Φθίας δε τήσδε και πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα ναίω πεδί', ίν' η θαλασσία Πηλεί ξυνώκει χωρίς ανθρώπων Θέτις φεύγους όμιλον: Θεσσαλός δε νιν λεώς Θετίδειον αυδά θεάς χάριν νυμφευμάτων. Ένθ' οίκον έσχε τόνδε παίς Αχιλλέως, Πηλέα δ' ανάσσειν γης εά Φαρσαλίας, ζώντος γέροντος σκήπτρον ου θέλων λαβείν. καγώ δόμοις τοίσδ' άρσεν εντίκτω κόρον, πλαθείς Αχιλλέως παιδί, δεσπότη δ' εμώ
(Και μένω τώρα εδώ δίπλα, στη Φθία και στα Φάρσαλα στα μέρη που έμεναν η Θέτιδα και ο Πηλέας μόνοι τους, μακριά από τους άλλους και ο λαός αυτόν τον τόπο τον λέει Θετίδιο, από τον γάμο της με τον Πηλέα. Εδώ ο γιος του Αχιλλέα έχει το παλάτι του, άφησε τον Πηλέα, γέρο πια, στα Φάρσαλα - δεν θέλει να του πάρει το θρόνο όσο ζει - κι εγώ εδώ του γέννησα του Νεοπτόλεμου ένα γιό, σκλάβα του σαν ήμουν πια.)

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ ΑΡΓΑΛΑΣΤΗΣ


Το Παλιό Παρθεναγωγείο βρίσκεται στον κεντρικό τομέα του χωριού, στα δυτικά της κεντρικής πλατείας και σε μικρή απόσταση από αυτήν. Μέχρι το 2002 σώζονταν σε άσχημη κατάσταση, καθώς είχε εγκαταλειφθεί από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα, με αποτέλεσμα να έχει ερειπωθεί. Πρόκειται για ισόγειο λιθόκτιστο κτήριο, το οποίο στην αρχική του μορφή ήταν στεγασμένο με ξύλινη στέγη καλυμμένη με σχιστολιθικές σκεπόπλακες της περιοχής, που από πολλά χρόνια είχε καταρρεύσει. Το κτήριο αυτό κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα σε εφαρμογή του σχολικού προγράμματος Καλλία, γνωστότερο ως Κληροδότημα Συγγρού
Το Παρθεναγωγείο του Κεραμιδιού ανήκει στον τύπο του μονοτάξιου και έχει ορθογωνική κάτοψη διαστάσεων 11,30X10,25, η οποία περιλαμβάνει μία αίθουσα διδασκαλίας στην πίσω πλευρά και ένα ενιαίο χώρο μετωπικά, που χρησιμοποιούνταν ως γραφείο των δασκάλων
Σημαντικό μνημείο
Η πρόσοψη του κτηρίου είναι αυστηρά συμμετρική στον κατακόρυφο άξονα συμμετρίας, με το κεντρικό τμήμα της να προβάλει ελαφρά της υπόλοιπης όψης και να επιστέφεται με μικρό αέτωμα, ώστε να τονίζεται με τον τρόπο αυτό η κύρια είσοδος του κτηρίου. Η βάση προεξέχει ελαφρά της υπόλοιπης όψης, είναι από ορατή λιθοδομή και δημιουργεί ένα μικρό κρηπίδωμα, πάνω στο οποίο πατά η ανωδομή. Όλες οι όψεις του είναι επιχρισμένες με τριφτό επίχρισμα, ενώ τα διακοσμητικά στοιχεία της πρόσοψης είναι κατασκευασμένα από τραβηχτό επίχρισμα.
Η προσπέλαση της εισόδου γίνεται από την επιβλητική λίθινη σκάλα, η οποία αποτελείται από πέντε βαθμίδες από ολόσωμα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Οι άλλες όψεις του κτηρίου είναι λιτές, οι δύο πλαϊνές είναι τυφλές, ενώ η τρίτη προς τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου έχει σειρά από τέσσερα μεγάλα παράθυρα για το φωτισμό της αίθουσας διδασκαλίας και τη δεύτερη είσοδο του σχολείου.
Το σχολείο αυτό, όπως προαναφέραμε, λειτούργησε μέχρι και τον τελευταίο πόλεμο περίπου και έκτοτε εγκαταλείφθηκε, με αποτέλεσμα να υποστεί εκτεταμένες φθορές। Όταν η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Θεσσαλίας ανέλαβε την επισκευή και επανάχρηση του κτηρίου, σώζονταν από αυτό μόνον οι φέροντες περιμετρικοί τοίχοι του μέχρι τη στάθμη της γρυπίδας της στέγης, ενώ τα υπόλοιπα μέρη του κτηρίου (στέγη, πατώματα, οροφές, επιχρίσματα, κουφώματα, εγκαταστάσεις κ.α.) είχαν καταστραφεί.
Το «παρθεναγωγείο» της Αργαλαστής, αποτελεί χώρο που έχει μετατραπεί σε κέντρο πολλαπλών χρήσεων και εκδηλώσεων, καθώς επίσης έχει αναπτυχθεί μία εκδοχή της σύγχρονης ζωντανής βαλκανικής φωτογραφίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι διευθυντής του, στις αρχές του 2Οου αιώνα, ήταν ο φιλόλογος και ποιητής Κώστας Βάρναλης.

ΠΗΛΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ


Πηλιορείτικος Γάμος

Ο Πηλιορείτικος Γάμος άρχιζε οχτώ μέρες πριν την Κυριακή της τελέσεως του μυστηρίου. Άρχιζε με το κόψιμο του νυφικού που γινόταν στο σπίτι της νύφης. Το νυφικό δεν ήταν άσπρο, όπως το σημερινό, ήταν η ίδια η Πηλιορείτικη φορεσιά (Φούστα, Τραχηλιά, Κοντογούνι, Ζώνη, Μαφέσι).
Ο γάμος οργανωνόταν από τα Μπρατίμια (τους εκλεκτούς φίλους του γαμπρού και της νύφης). Δευτέρα, Τρίτη, τετάρτη, συγγενείς και φίλοι ασχολούνταν με την συγκέντρωση και τακτοποίηση της Προίκας.
Στη συνέχεια γίνονται τα αλευρώματα, έθιμο κατά το οποίο ο γαμπρός με τα Μπρατίμια πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και ανάπιαναν το προζύμι από το οποίο θα γίνει η κουλούρα του γάμου, βέβαια το αλεύρι δεν έπεφτε από το κόσκινο αν δεν ασημώνονταν, Στο τέλος με το ίδιο αλεύρι άσπριζαν το γαμπρό και την νύφη για να ασπρίσουν και να γεράσουν.
Την Παρασκευή οι Κερατζήδες (αγωγιάτες) με τα άλογα στολισμένα και τα όργανα μετέφεραν την προίκα στα γραφικά καλντερίμια του χωριού με κατάληξη στην κεντρική πλατεία όπου θα γίνει το κόψιμο του νυφικού. Την Κυριακή γινόταν το ξύρισμα του γαμπρού, με απανωτές ντουφεκιές, οι τελετές κεράσματος του πρώτου μπράτιμου από την νύφη και η εντολή ότι άρχιζε ο γάμος, το ξεκίνημα της νύφης, η γαμήλια πομπή, η επιστροφή της νύφης και του γαμπρού, το γαμήλιο γεύμα, το κρέμασμα του γαμπρού από τα μπρατίμια, τα ταξίματα της νύφης, το γέμισμα της στάμνας με νερό από την κεντρική βρύση, το σπάσιμο της στάμνας, και τέλος το ψώνισμα του γαμπρού με τα απαραίτητα για το άνοιγμα του νέου νοικοκυριού.Όλα τέλειωναν με τα π' στρόφια. Το πρώτο τραπέζι των νεόνυμφων στο σπίτι του γαμπρού μετά μια εβδομάδα.

Πρόκειται για μια σειρά από δρώμενα, με έντονους συμβολισμούς, που μπορούν να θεωρηθούν προσομοιώσεις των δυσκολιών του έγγαμου βίου που ακολουθεί: Το αλεύρι δεν κοσκινίζεται, τα προικιά δεν ξεφορτώνονται, το ψαλίδι της μοδίστρας δεν κόβει και το ξυράφι του κουρέα δεν λειτουργεί. Όλα, όμως, αποκαθίστανται κάποια στιγμή με το “ασήμωμα”, μια υπόμνηση, ίσως, ότι μόνο η σκληρή δουλειά μπορεί να βοηθήσει το νέο ανδρόγυνο να ξεπεράσει τα εμπόδια της ζωής. Και η αποκατάσταση των πραγμάτων γιορτάζεται με ένα τρικούβερτο παραδοσιακό γλέντι, στην πλατεία του χωριού.
Η αρχή του Πηλιορείτικου Γάμου χάνεται στους αιώνες. Το πιθανότερο είναι, τα έθιμά του να αποτελούν συνέχεια των επεισοδίων ενός μυθικού γάμου που τελέστηκε στην περιοχή και προκάλεσε το μεγαλύτερο πόλεμο της αρχαιότητας, τον Τρωικό. Ήταν τότε που ο Πηλέας, ο γιος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού, παντρεύτηκε πάνω στο βουνό, το οποίο έκτοτε φέρει το όνομά του, τη Νηρηίδα Θέτιδα. Και σ΄ εκείνο το γάμο, όπως και στον Πηλιορείτικο, υπήρξαν δυσκολίες: Η νύφη δεν ήθελε το γαμπρό και με τη μαγική δύναμη που διέθετε μεταμορφώνονταν για να του κρυφτεί. Πότε γίνονταν σουπιά, που μελάνωνε γύρω της τα νερά και χάνονταν από το διώκτη της και πότε υψώνονταν σαν μια τεράστια φλόγα, την οποία ο Πηλέας δεν μπορούσε καν να πλησιάσει. Στην απελπισία του, ο βασιλιάς απευθύνθηκε στο σοφό και μειλίχιο Χείρωνα, ένα ον παράδοξο, που κατά το μισό του ήταν άνθρωπος και κατά το άλλο μισό άλογο, μόνιμο κάτοικο της περιοχής. Ο Χείρων έπαιξε το ρόλο που παίζει σήμερα στον Πηλιορείτικο Γάμο η προξενήτρα. Έφερε πιο κοντά τους μελλονύμφους και ηρέμησε τη σχέση. Έγινε μάλιστα και δάσκαλος του γιού τους Αχιλλέα.
Αλλά και η συνέχεια του γάμου Πηλέα και Θέτιδας υπήρξε επεισοδιακή. Η απρόσκλητη θεά Έριδα προκάλεσε ανάμεσα στις καλεσμένες, άλλες θεές τα πρώτα καλλιστεία. Τα θεϊκά αυτά καλλιστεία υπήρξαν- ως γνωστόν- η αφορμή του Τρωικού Πολέμου. Για το ζευγάρι, ωστόσο, όλα πήγαν κατ ευχήν. Η ένωσή τους υπήρξε αρμονική κι απέκτησαν γιο τον τρισένδοξο ήρωα του Τρωικού Πολέμου, τον ξακουστό Αχιλλέα.
Η ομοιότητα των επεισοδίων, των δυσκολιών που μοιάζουν ανυπέρβλητες, αλλά τελικά ξεπερνιούνται, κάνει κάποιους να πιστεύουν ότι ο Πηλιορείτικος Γάμος αποτελεί συνέχεια αυτού του μοναδικού γάμου, που χάνεται στην αχλή του χρόνου

ΜΑΓΝΗΣΙΑ

Ο νομός Μαγνησίας είναι ένας από τους 51 νομούς της Ελλάδας και ανήκει διοικητικά στην περιφέρεια της Θεσσαλίας.
Περιλαμβάνει γεωγραφικά την περιοχή της Μαγνησίας στην Θεσσαλία και τα νησιά των Βόρειων Σποράδων Αλόννησο, Σκιάθο και Σκόπελο. Έχει έκταση 2.636 τ.χλμ. και πληθυσμό 206.955 κατοίκους (απογραφή 2001).
Πρωτεύουσα του νομού είναι ο Βόλος με πληθυσμό 82.439 κατοίκους.
Για πλήρη κατάλογο των πόλεων και οικισμών του νομού, δείτε επίσης Διοικητική διαίρεση νομού Μαγνησίας
Η Μαγνησία είναι ένας τόπος που συνδυάζει τους Θρύλους με την ομορφιά και την ιστορία. Πήρε το όνομά της από τους αρχαίους Μάγνητες* και έγινε γρήγορα ξακουστή.
Στην περιοχή της Μαγνησίας αφιερώνονται μερικές από τις πιο σημαντικές σελίδες της ελληνικής μυθολογίας. Γενάρχης της περιoχής υπήρξε ο Μάγνης, γιος του Αιόλου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Πήλιο. Στο Πήλιο κατοικούσαν οι Κένταυροι, τερατόμορφα όντα, που προήλθαν από την ποιητική ένωση του Ιξίωνα* και της Νεφέλης*.
Οι θρύλοι, οι μύθοι και οι παραδόσεις του εξάπτουν τη φαντασία και προσθέτουν στο φυσικό του κάλος την δική τους πινελιά προκαλώντας τους επισκέπτες να μυηθούν στον αρχαίο κόσμο της χώρας των Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το Πήλιο είναι η κατοικία των Kενταύρων (με σώμα αλόγου από τη μέση και κάτω και με σώμα ανθρώπου από τη μέση και πάνω). Γνωστότερος, ο σοφός Kένταυρος Xείρων, δάσκαλος του Iωλκού-Iάσονα. Ο πλούτος του βουνού σε θεραπευτικά βότανα από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα συνδυάζεται με τον μύθο του Κενταύρου Χείρωνα - γιο του Κρόνου - που διδάσκει στον Ασκληπιό την ιατρική τέχνη. Κοντά του μαθήτευσαν ο Ηρακλής , ο Αχιλλέας και ο Ιάσονας , που ξεκίνησε να φέρει από την μακρινή Κολχίδα το Χρυσόμαλλο δέρας με την κατασκευασμένη από τα αιωνόβια δένδρα του Πηλίου Αργώ. Σε αυτό το βουνό, ο Πάρις έδωσε στην πιο όμορφη το μήλο της έριδος, που έγινε η αιτία για τον Τρωικό πόλεμο και εδώ πάλι έγινε ο γάμος θνητού και θεάς, του βασιλιά Πηλέα με την θεά Θέτιδα που τους τραγούδησαν ο Όμηρος και ο Πίνδαρος και γλέντησαν παρέα το δωδεκάθεο με τους κοινούς ανθρώπους. Ο Χείρων, μεσολάβησε για το γάμο του Πηλέα με τη Θέτιδα, που έγινε στο Πήλιο. Στη διάρκεια του γάμου και εξαιτίας του μήλου της Έριδος προκλήθηκε ο Τρωικός Πόλεμος. Στον σοφό κένταυρο Χείρωνα μαθήτευσε ο Ασκληπιός, πατέρας της ιατρικής, καθώς και ο Αχιλλέας.
Από τη Μαγνησία, επίσης, ξεκίνησε η Αργοναυτική εκστρατεία, που σχετίζεται ιστορικά με την απαρχή της τεχνικής επεξεργασίας του χρυσού στον Ελλαδικό χώρο. Ο Μύθος λέει πως, όταν ο Ιάσονας αποφασίζει να φέρει το χρυσόμαλλο δέρας καλεί να τον συντροφεύουν και να πάρουν μέρος στη μεγάλη περιπέτεια όλοι οι γενναίοι της εποχής του. Στέλνει κήρυκες παντού για να τους ξεσηκώσει και έτσι ξεκινάει ο μύθος της Αργοναυτικής εκστρατείας. Η Αργώ ξεκίνησε με τον Ιάσονα και τους υπόλοιπους θαρραλέους Αργοναύτες από το Πήλιο για να φτάσει στις απομακρυσμένες ακτές της Μαύρης θάλασσας αναζητώντας το "Χρυσόμαλλο δέρας". Ένα από τα αποτελέσματα της εκστρατείας αυτής ήταν να ενδυναμώσει την θαλάσσια εμπορική αυτοκρατορία της περιοχής των Μινώων, το άλλο ήταν να διευρύνει τους θαλάσσιους ορίζοντες της εποχής. Η περιοχή του Βόλου, η αρχαία Μαγνησία, αποτελεί μια από τις παλιότερα κατοικημένες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Οι πρώτες γνωστές εγκαταστάσεις πληθυσμών χρονολογούνται την 7η χιλιετία π.Χ. ενώ η πολιτισμική παρουσία στο χώρο συνεχίζεται χωρίς κενά
Το πλοίο κατασκευάστηκε με τη βοήθεια της Αθηνάς. Κατασκευαστής του ήταν ο Άργος*, από τον οποίο πήρε και το όνομά του "Αργώ", συγχρόνως όμως "Αργώ" σήμαινε και γρήγορος. Το ξύλο από το οποίο ήταν κατασκευασμένη η Αργώ ήταν από πεύκα Πηλίου και από την ομιλούσα Δρύ της Δωδώνης, γι' αυτό και το καράβι είχε το χάρισμα του λόγου

ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

Η περιοχή συγκεντρώνει μερικές από τις σημαντικότερες νεολιθικές θέσεις, για τα δεδομένα της Βαλκανικής. Μέχρι τώρα οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως 40 περίπου νεολιθικούς οικισμούς (7η-8η χιλιετία π.Χ.), που αρκετοί από αυτούς εξακολούθησαν τις δραστηριότητές τους και στη διάρκεια της εποχής του χαλκού (3000-1500 π.Χ.). Σημαντικότεροι νεολιθικοί οικισμοί είναι το Σέσκλο* και το Διμήνι*, όπου οι έρευνες ανέδειξαν χαρακτηριστικά γραπτά κεραμικά, κοκάλινα και λίθινα εργαλεία, καθώς και αντικείμενα από οψιδιανό, που προερχόταν από τη Μήλο. Σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις στην περιοχή είναι στο λόφο των Αγίων Θεοδώρων, στη σημερινή συνοικία του Βόλου Παλιά, και τα Πευκάκια. Στη μυκηναϊκή περίοδο χρονολογείται η ίδρυση της Ιωλκού, σημαντικού οικονομικού και πνευματικού κέντρου της περιοχής, που συνδέεται άμεσα με τον ξακουστό μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας. Τα νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα στο Διμήνι τεκμηριώνουν την άποψη ότι η έδρα των βασιλιάδων της Ιωλκού ήταν στο Διμήνι. Εκεί βρισκόταν το κέντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων που βασίζονταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία ενώ οι δραστηριότητες που είχαν σχέση με τη θάλασσα εξασκούνταν από το λιμάνι στα Πευκάκια. Στην κλασική περίοδο (6ος αι. π.Χ.) άκμασαν οι Παγασές*, οι οποίες υπήρξαν επίνειο των Φερών*.
Το 293/92 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Δημήτριος ο Πολιορκητής* ίδρυσε τη Δημητριάδα*, αφού συνοίκισε τις γειτονικές κώμες. Η Δημητριάδα αποτέλεσε έναν ισχυρό στρατιωτικό σταθμό και ορμητήριο των Μακεδόνων. Παράλληλα εξελίχτηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο με περίοδο ακμής το 217-168 π.Χ. Το 197 π.Χ. η Δημητριάδα καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους. Η πόλη ήταν χτισμένη σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα και περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος. Στο ανατολικό τμήμα της πόλης βρίσκονταν το ανάκτορο, νότια η αγορά και δυτικά το θέατρο (3ος αι. π.Χ.). Σημαντικότατα ευρήματα της περιόδου αποτελούν οι γραπτές επιτύμβιες στήλες, που δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την οικονομία, την κοινωνία και την τέχνη της εποχής. Στη βυζαντινή περίοδο ιδρύθηκαν στο Πήλιο τα πρώτα μοναστήρια (12ος αιώνας) και στη συνέχεια γύρω από αυτά οι μικροί οικισμοί, που οι περισσότεροι εξελίχθηκαν αργότερα στα φημισμένα 24 χωριά του Πηλίου. Σε αυτά είχαν δώσει οι Tούρκοι ορισμένα προνόμια, χωρίζοντάς σε δύο κατηγορίες: τα Χάσια, που ανήκαν απευθείας στον σουλτάνο (Πορταριά, Zαγορά, Tσαγκαράδα) και τα Βακούφια, που ανήκαν σε διάφορα ιδρύματα (Mακρυνίτσα, Mούρεσι, Aργαλαστή). H σημαντικότερη προσπάθεια για απελευθέρωση του Πηλίου έγινε το 1821 από τον Mηλιώτη φιλικό Άνθιμο Γαζή, στις Mηλιές.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

Το 1886 ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση του Βόλου με τη Λάρισα και την Καλαμπάκα. Το 1895 επίσης, άρχισε τη λειτουργία της η σιδηροδρομική γραμμή Βόλου-Λεχωνίων, που επεκτάθηκε ως τις Μηλιές το 1904. Παράλληλα, το 1892, ξεκίνησαν τα έργα διαμόρφωσης του λιμανιού που συνεχίστηκαν και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αφού οι ανάγκες της διακίνησης των εμπορευμάτων συνεχώς αυξάνονται. Ας σημειωθεί ότι το 1919 το λιμάνι του Βόλου ήταν το πρώτο λιμάνι σε εξαγωγές καπνών στην Ελλάδα με ποσοστό εξαγωγών 30%.
Συγκεντρώνοντας όλες τις προϋποθέσεις -κεφάλαια, εργατική δύναμη, διευρυμένη εσωτερική αγορά, πρόσβαση στις πρώτες ύλες- ο Βόλος εξελίχθηκε προπολεμικά σε σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Οι κυριότεροι κλάδοι της βιομηχανίας ήταν τα τρόφιμα, το μέταλλο, ο καπνός, η υφαντουργία και η βυρσοδεψία. Παράλληλα με την οικονομική άνθηση, αναπτύχθηκε σημαντική πολιτιστική και κοινωνική δραστηριότητα. Το 1894 θεμελιώθηκε το Δημοτικό Θέατρο, το 1896 ιδρύεται ο Γυμναστικός Σύλλογος, το 1908, το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο, πεδίο εφαρμογής των εκσυγχρονιστικών εκπαιδευτικών αντιλήψεων του διευθυντή του Αλ. Δελμούζου και το Εργατικό Κέντρο Βόλου, το πρώτο στην Ελλάδα.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ανέκοψε προσωρινά την εξέλιξη της πόλης. Την περίοδο 1941-44 ο Βόλος δοκιμάζεται σε όλα τα επίπεδα από τη γερμανική κατοχή. Μεταπολεμικά ο Βόλος εξελίχθηκε σ' ένα από τα σημαντικότερα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ελλάδας από οικονομική και δημογραφική άποψη, αποτελούμενο από τους Δήμους Βόλου και Ν. Ιωνίας και μικρότερες περιαστικές κοινότητες. Οι σεισμοί του 1955 άλλαξαν την αισθητική της πόλης.
Η σύγχρονη πόλη, αξιοποιώντας τη βιοτεχνική τεχνογνωσία του Πηλίου, το εργατικό δυναμικό της Θεσσαλίας και ιδιωτικές επενδύσεις εξελίχθηκε σε σημαντικό βιοτεχνικό και βιομηχανικό κέντρο, με το τρίτο κατά σειρά μεγέθους λιμάνι της χώρας. Η οικονομία της πόλης στηρίζεται στη βιομηχανία, το εμπόριο, τη βιοτεχνία, τις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Διαθέτοντας ένα νέο και σύγχρονο πανεπιστήμιο, μια ζωντανή καλλιτεχνική και πνευματική ζωή, αξιόλογη πολιτιστική υποδομή, αλλά και μια προοπτική ουσιαστικής ανάπτυξης ο Βόλος εξελίσσεται σε ένα δυναμικό κέντρο της Ελληνικής περιφέρειας και της Ευρώπης.

ΠΗΛΙΟ (ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΙΙ)

Το Θεσσαλικό Βουνό του Πηλίου απλώνεται μεταξύ του Αιγαίου και του Παγασητικού Κόλπου, από το Κεραμύδι μέχρι την προεξοχή του Τρίκερι। Η πλούσια βλάστηση με φόντο το απέραντο γαλάζιο συνθέτουν ένα μυθικό τοπίο, γεγονός αναγνωρισμένο από τα αρχαία χρόνια. Εδώ έγιναν οι τιτανομαχίες και βρίσκονταν το ιερό σπήλαιο του ‘Ακραίου Διός’.* Σε αυτό το σπήλαιο, οι άνθρωποι ανηφόριζαν, να παρακαλέσουν τον Δία να στείλει βροχή την πιο ζεστή μέρα του χρόνου, τον Ιούλιου. Στα πυκνά δάση του Πηλίου κατοικούσαν οι κένταυροι, ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ο Χείρωνας. Κάποιοι από τους μαθητές τους ήταν ο Ηρακλής*, ο Αχιλλέας*, Ο Ιάσονας* και ο Ασκληπιός. Ο Ασκληπιός μάλιστα εξελίχτηκε τόσο πολύ στην ιατρική, που ξεπέρασε τον δασκάλό του. Δημιούγρησε το σύμβολο του φιδιού, το οποίο είχε κάποια θεραπευτική σημασία και έθεσε τις βάσεις της Ιατρικής Επιστήμης. Με ξύλα από τα δάση του Πηλίου, κατασκεύασαν επίσης οι Αργοναύτες την αφιερωμένη στον Ποσειδώνα ‘Αργώ’, και ξεκίνησαν πρώτοι να ανακαλύψουν το δρόμο προς τις άγνωστες εκείνες χώρες, διαδίδοντας τον ελληνισμό.
Το καταπράσινο βουνό του Πηλίου κατοικήτε εδώ και πολλά χρόνια. Οι συστηματικοί οικισμοί φαίνεται να ξεκίνησαν το 12ο αιώνα και ήταν κυρίως για μοναχούς. Τα 24 χωριά του Πηλίου άρχισαν να παίρνουν την σημερινή τους μορφή και να γνωρίζουν άνθιση κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τότε πολλοί κάτοικοι των γύρω περιοχών σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την ασφυκτική σκλαβιά, κατέφευγαν στο βουνό του Πηλίου. Στα χωριά αυτά είχαν παραχωρηθεί ειδικά προνόμια και έτσι μπόρεσαν να οργανωθούν πολύ καλά, να δημιουργήσουν βιοτεχνίες και επιχειρήσεις και να γνωρίσουν ευημερία και οικονομική ανάπτυξη. Αυτό συνέβη γιατί η περιοχή του Πηλίου άνηκε στη μητέρα του Σουλτάνου Βαλιδέ-χανούμ και είχε αυτονομία. Χωρίζονταν στα ‘βακούφια’, που είχαν πρωτεύουσες την Αργαλάστη και την Μακρυνίτσα και στα ‘χάσια’, τα οποία διοικούνταν από τον πασά της Λάρισας. Η οικονομική τους ανάπτυξη έφτασε σε τέτοιο σήμειο ώστε να εξάγουν προϊόντα στο εξωτερικό. Ολόκληρα καραβάνια από μουλάρια, κυρίως με είδη υφαντικής και παπούτσια, ξεκινούσαν από τα χωριά του Πηλίου με προορισμό τον Εύξεινο Πόντο, την Ανατολική Μεσόγειο, την Βιέννη και άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Παράλληλα με την οικονομική άνθιση, ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και βιβλιοθήκες. Πολλοί διανοούμενοι της εποχής αναζήτησαν καταφύγιο στο Πήλιο που απόλαμβανε τότε ένα καθεστώς σχετικής ελευθερίας. Έτσι πολλά σχολεία με πανελλήνια προβολή λειτουργούσαν εκεί και το Πήλιο αναδείχθηκε σε ένα προπύλαιo του Νεοελληνικού Διαφωτισμού*. Ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους Ρήγας Φεραιός* διδάχτηκε πρώτα στη Ζαγορά Πηλίου. Όλα αυτά συντέλεσαν στην δημιουργία της πλούσιας πηλιορείτικης παράδοσης, τόσο στις τέχνες και τα γράμματα όσο και στα ήθη και τα έθιμα, μια παράδοση που μένει ζωντανή και μπορεί να τη βιώσει κάποιος όταν ανηφορίσει προς τις πλαγιές του Πηλίου.

ΠΗΛΙΟ (ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ι)

Σύμφωνα με τους γεωλόγους, πριν από εκατόν σαράντα εκατομμύρια χρόνια, όταν ο πλανήτης γη είχε την μορφή μιας «πανθάλασσας», ανυψώθηκε μέσα απ’ το νερό η Πελαγονική οροσειρά। Ήταν μια στενή ζώνη ξηράς που άρχιζε από τη βόρειο Μακεδονία περνούσε από τον Όλυμπο, την Όσσα και το Πήλιο και κατέληγε στη βόρειο Εύβοια. Τα Ιμαλάια, οι Άλπεις, τα Πυρηναία και η οροσειρά της Πίνδου αναδύθηκαν μετά από εκατόν δέκα πέντε εκατομμύρια χρόνια.
Η ιστορία του Πηλίου πλούσια ,η λαϊκή μούσα από τα πανάρχαια χρόνια έπλασε παραδόσεις και θρύλους.
Παλιότεροι κάτοικοι οι Κένταυροι*, οι Λάπιθες* και οι Μάγνητες* . Στην υψηλότερη κορφή του, ζούσε ο περίφημος Κένταυρος Χείρωνας που τρεφόταν με σάρκες λιονταριών. Κατά τις γιγαντομαχίες προσπάθησαν οι γίγαντες* ν' αποσπάσουν το Πήλιο και να το τοποθετήσουν πάνω από την Οσσα για να φθάσουν το ύψος του Ολύμπου και να εκθρονίσουν τους Ολύμπιους Θεούς*. Στην κορυφή του έγιναν οι γάμοι του Πηλέα* με τη Θέτιδα* και με ξυλεία του οι Αργοναύτες έφτιαξαν την περίφημη "Αργώ".
Το Πήλιο ήταν κυρίως γνωστό, για την Ιατρική και τους Κενταύρους*. Λόγος ανάπτυξης της Ιατρικής ήταν ο πλούτος των βοτάνων της περιοχής. Οι περίφημοι Κένταυροι διατελούν σε σύγχυση, μπλεγμένοι ανάμεσα στους θρύλους τους μύθους και στην ιστορία. Η μυθολογία λέει ότι ήταν πλάσματα με το κάτω μισό να ανήκει σε άλογο, ενώ στη θέση του λαιμού του αλόγου υπήρχε ο κορμός ενός άνδρα από τη μέση και πάνω.
Από τη Λακέρεια*, βόρεια του Πηλίου είναι η καταγωγή του Ασκληπιού* κατά τον Ησίοδο* και τον Πίνδαρο*. Ο Ασκληπιός μεγάλωσε στο Πήλιο κοντά στον κένταυρο Χείρωνα και διδάχθηκε τη θεραπεία όλων των πληγών είτε με μαντζούνια είτε με μαλακτικά βότανα είτε με χειρουργική επέμβαση. Το όνομα Ασκληπιός* προέρχεται από τις λέξεις “ασκελής” δηλ. σκληρός και “ήπιος” επειδή έκανε ήπιους τους πόνους των ανθρώπων. Επειδή ο Ασκληπιός χρησιμοποιούσε για τη θεραπεία μια πολύ μεγάλη ποικιλία φυτών, βοτάνων, ριζών κλπ θεωρήθηκε ο ίδιος ως ο αντιπρόσωπος ή ως η προσωποποίηση των θεραπευτικών δυνάμεων της φύσεως.
Στην Τρωική εκστρατεία, οι κάτοικοι του Πηλίου, «οι περί Πηνιόν και Πήλιον Εινοσίφυλλον ναίεσκον», πήραν μέρος με τον Φιλοκτήτη*, τον Εύμηλο* και τον Πρόθοο*.
Στους Βυζαντινούς χρόνους δεν καταγράφηκαν σπουδαία πολιτικά γεγονότα. Στο εσωτερικό του Παγασητικού υπήρχε η πόλη Δημητριάς και από τον 13ο αιώνα τα Λεχώνια. Ανατολικά δημιουργήθηκε η πόλη Ζαγορά* και στην τελευταία περίοδο της βυζαντινής εποχής αναφέρεται και ο Λαύκος*. ολόκληρη η Θεσσαλία γνώρισε τις επιδρομές των ξένων λαών, Γότθοι*, Σλάβοι*, τον 10ο αιώνα οι Βλάχοι.
Οι Φράγκοι έμποροι έκλεισαν ειδική συνθήκη ώστε να μπορούν να ασκούν ελεύθερα και προνομιακά τις διεθνείς εμπορικές τους συναλλαγές. Ο 13ος και 14ος αιώνας πέρασαν με ληστρικές επιδρομές από Σαρακηνούς, Καταλανούς και Αλβανούς. Απο το 1423 η περιοχή γνώρισε την Τουρκική κατοχή. Από τότε άρχισε η ίδρυση και εξέλιξη των σημερινών χωριών του Πηλίου. Στους χάρτες της μεσαιωνικής εποχής υπάρχουν στην περιοχή του Πηλίου σημειωμένα μοναστήρια.
Τα μοναστήρια αυτά υπήρξαν οι οικιστικοί πυρήνες των σημαντικότερων χωριών. Επειδή εξασφάλιζαν σχετική προστασία και ανεξαρτησία συγκέντρωσαν σιγά σιγά φυγάδες από την υπόλοιπη Θεσσαλία, Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου.
Δειλά στην αρχή, γρήγορα μετά άρχισαν να κτίζονται τα χαρακτηριστικά πηλιορείτικα πυργόσπιτα γύρω από κάθε μοναστήρι. Στην αρχή του 17ου αιώνα δημιουργήθηκαν ήδη πολλοί οικισμοί που εξελίχθηκαν στα σημερινά 24 χωριά του Πηλίου. Απέκτησαν προνόμια ειδικά από τους Τούρκους και τον 18ο και 19ο αιώνα ανέπτυξαν σημαντική οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα.. Τα 14 χωριά χαρακτηρίστηκαν «βακούφια» δηλ. αφιερωμένα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και τα άλλα «χάσια» δηλ. ιδιοκτησίες του Σουλτάνου. Στα πρώτα ανήκαν, Μακρυνίτσα*, Δράκεια*, Αγ. Λαυρέντιος*, Καραμπάσι*, Πινακάτες*, Βυζίτσα*, Αργαλαστή*, Συκιά*, Λαύκος*, Προμύρι*, Ανήλιο*, Κισσός*, Μούρεσι* και Μακρυράχη*. Τα άλλα ήταν , η Ζαγορά*, ο Άνω Βόλος*, η Πορταριά*, το Κατηχώρι*, οι Μηλιές*, το Νεοχώρι*, η Τσαγκαράδα* κλπ.
Στην Επανάσταση του 1821, πρωτεργάτης υπήρξε ο Άνθιμος Γαζής* ιερωμένος και λόγιος από τις Μηλιές. Η επανάσταση όμως δεν προχώρησε, τα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων της περιοχής δεν το επέτρεψαν, με αποτέλεσμα όλες οι προσπάθειες να πνιγούν στο αίμα εν τη γενέσει τους.
Το κίνημα του 1854 επίσης απέτυχε και το 1878 μετά από μάχες και την μεσολάβηση των Άγγλων έγινε το Συνέδριο του Βερολίνου, οπότε η Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου απελευθερώθηκαν. Η προσάρτηση έγινε τον Αύγουστο του 1881.

ΠΗΛΕΑΣ


Πηλέας
Ο Πηλέας (ή Πηλεύς) ήταν ο γίος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού και της Ενδήιδας, ενώ η πρώτη του γυναίκα ήταν η κόρη του βασιλιά της Φθίας*
Ήταν βασιλιάς της Ιωλκού και ερωτεύτηκε την αθάνατη Θέτιδα, κόρη του θεού της θάλασσας Νηρέα* η οποία ειχε προηγουμένως αποκρούσει τις ερωτικές προτάσεις του Δία και του Ποσειδώνα, και αυτή για να την τιμωρήσουν της επέβαλαν γάμο με έναν θνητό
Ο κένταυρος Χείρωνας* συμβούλεψε τον Πηλέα να την αρπάξει στα χέρια του ενώ αυτή θα λουζόταν σε κάποια πηγή με τις νύμφες* και να μην την αφήσει όποια τρομακτική μορφή και να πάρει
Πράγματι, ο Πηλέας δεν φοβήθηκε τις μορφές που άλλαζε η θεα για να τον τρομάξει, (πότε γινόταν σουπιά που μελάνωνε τα νερά και χανόταν και πότε γινόταν τεράστια φλόγα που δεν μπορούσε ο Πηλέας να πλησιάσει) και έτσι την ανάγκασε να ενδώσει στον έρωτα του
Όλοι οι θεοι παρευρέθηκαν στους γάμους τους εκτός απο την Έριδα (θεά της φιλονικίας)* η οποία θυμωμένη που δεν είχε προσκληθεί, προκάλεσε τα πρώτα αχραία καλλίστεία στέλνοντας το χρυσό μήλο ("Το μήλο της Έριδος") με την επιγραφή "τη καλλίστη" δηλαδή "στην ομορφότερη", το οποίο ο Πάρης* έδωσε στην Αφροδίτη* (που σαν αντάλλαγμα του υποσχέθηκε να του δώσει για σύζυγο του την Ωραία Ελένη*) και όχι στην Αθηνά* ή την θεά Ήρα* με αποτέλεσμα, από τα πρώτα αυτά θεϊκά καλλιστεία να δημιουργηθούν τα αίτια του Τρωικού Πολέμου* που αργότερα δόξασε τον γίο του ζευγαριού, τον ξακουστό Αχιλλέα*
Στον γάμο του ζευγαριού σημαντικο ρόλο έπαιξε ξανά ο κένταυρος Χειρωνας ο οποίος καταρχάς έφερε πιο κοντά τους μελλόνυμφους και ηρέμησε την σχέση, παίζοντας τον ρόλο της "προξενήτρας" που συναντάμε και στον Πηλιορείτικο γάμο* και κατα δεύτερον έγινε δάσκαλος του Αχιλλέα, η σύλληψη του οποίου έγινε σε μια σπηλιά (γνωστή και ως η σπηλιά του Πηλέα και τις Θετιδας) ανατολικά της παραλίας του Πλατανια, σε μια μικρή παραλία που ειναι προσβάσιμη μόνο δια θαλάσσης